Προφυλακιστέα κρίθηκαν 10 άτομα, μεταξύ των οποίων και ο ιδιοκτήτης γνωστού εστιατορίου στην Κηφισιά, για συμμετοχή σε κύκλωμα που διέπραττε ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Οι συλληφθέντες πραγματοποιούσαν, μεταξύ άλλων, τριγωνικές συναλλαγές και προκάλεσαν ζημιά στο Δημόσιο αξίας περί του μισού δισ. ευρώ.
Πρόκειται για την εγκληματική οργάνωση, που εξαρθρώθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου, και τα μέλη της οποίας δρούσαν, ιδρύοντας συναλλακτικά ανύπαρκτες επιχειρήσεις, μέσω των οποίων πραγματοποιούνταν εικονικές συναλλαγές και δαπάνες δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Τα μέλη της οργάνωσης, σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., από το 2019, εμπλέκονταν σε σύνθετες διαδικασίες με στόχο την εξαπάτηση του Δημοσίου μέσω της μη απόδοσης ΦΠΑ, προχωρώντας σε διατραπεζικές μεταφορές χρηματικών ποσών για προσχηματική εξόφληση συναλλαγών.
Για την αποδόμηση της εγκληματικής οργάνωσης, έπειτα από πολύμηνη έρευνα υπό την εποπτεία του Ελληνικού Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων, οργανώθηκε εκτεταμένη αστυνομική επιχείρηση, με τη συνδρομή αστυνομικών της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής και της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, κατά τη διάρκεια της οποίας συνελήφθησαν 21 μέλη της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και τρία που φέρονται να είχαν αρχηγικό ρόλο.
Σε βάρος τους σχηματίσθηκε δικογραφία για εγκληματική οργάνωση, πλαστογραφία στρεφόμενη σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, διασυνοριακή απάτη σχετικά με τον ΦΠΑ με απώλεια πόρων ΦΠΑ που υπερβαίνει τα 10.000.000 ευρώ, κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς και για παράβαση του νόμου για τα όπλα και τα ναρκωτικά.
Στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμη 41 άτομα που κατηγορούνται για τα ίδια αδικήματα.
Πιο αναλυτικά, ως προς τον τρόπο δράσης της οργάνωσης:
Σύσταση εικονικών επιχειρήσεων: Τα μέλη της οργάνωσης ίδρυαν εταιρείες «βιτρίνες» χωρίς πραγματική εμπορική δραστηριότητα σε Ελλάδα, Κύπρο και Σλοβακία. Στις εταιρείες αυτές δηλώνονταν ως διαχειριστές άτομα χαμηλού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου, όπως άνεργοι και εξαρτημένα πρόσωπα, με στόχο την απόκρυψη της ταυτότητας των πραγματικών διαχειριστών. Ενδεικτικό του εύρους της δράσης τους και της υποδομής, είναι το γεγονός ότι μια εκ των δυο υποομάδων, φέρεται να συνδέεται με τη σύσταση 430 τουλάχιστον εικονικών οντοτήτων ή με νομιμοφανή λειτουργία.
Απάτη «Carousel»: Η οργάνωση εκτελούσε ένα σύνθετο σχέδιο «αλυσιδωτής απάτης» στο ΦΠΑ (carousel fraud), εκμεταλλευόμενη τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και το καθεστώς μη απόδοσης ΦΠΑ σε πωλήσεις εντός της ΕΕ. Οι εταιρείες αυτές λειτουργούσαν ως «εξαφανισμένοι έμποροι» (missing traders) που δήλωναν πλασματικές συναλλαγές για να εισπράξουν παράνομα ΦΠΑ ή να αιτηθούν επιστροφές.
Χρηματοπιστωτική νομιμοποίηση εσόδων: Τα κέρδη από τη φοροδιαφυγή διακινούνταν μέσω τραπεζικών λογαριασμών εικονικών επιχειρήσεων, πραγματοποιώντας εικονικές τραπεζικές συναλλαγές και αναλήψεις μετρητών. Οι δράστες χρησιμοποιούσαν κρυπτογραφημένα δίκτυα (VPN) και ανώνυμες κάρτες sim, ενώ προέβαιναν σε φυσική μεταφορά χρημάτων από περιφερειακά μέλη της οργάνωσης για την απόκρυψη της προέλευσης των παράνομων εσόδων.
Δηλώσεις ΦΠΑ: Τα μέλη της οργάνωσης υπέβαλαν ψευδείς ή ανακριβείς ή ελλιπείς δηλώσεις ΦΠΑ και προχωρούσαν σε λήψη εικονικών τιμολογίων για να δημιουργούν πλασματικές απαιτήσεις επιστροφής ΦΠΑ. Μέσω αυτής της μεθόδου, η οργάνωση κατάφερε να αποσπάσει παράνομα από το κράτος ποσό άνω των 4,4 εκατ. ευρώ από επιστροφές ΦΠΑ.
Στρατολόγηση περιφερειακών μελών: Τα κεντρικά μέλη στρατολογούσαν άτομα με χαμηλά εισοδήματα και ποινικό παρελθόν για να τα τοποθετήσουν ως διαχειριστές των εικονικών επιχειρήσεων. Τα περιφερειακά μέλη λειτουργούσαν ως «προσωπικά εργαλεία» για την κάλυψη των δραστηριοτήτων της οργάνωσης στη διασυνοριακή απάτη ΦΠΑ, στη διακίνηση των σχετικών εσόδων τραπεζικά και την ανάληψή τους και στη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων. Χαρακτηριστικό της τελευταίας περίπτωσης, είναι ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν σχετίζονταν με τις επιχειρήσεις που ανήκαν στο φάσμα των δραστηριοτήτων της οργάνωσης, ενώ οι ίδιες είχαν διαφορετικά αντικείμενα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, με σκοπό τη δήλωση εικονικών συναλλαγών.
Παράλληλα, τα αρχηγικά μέλη της οργάνωσης επεδίωκαν να μην υφίστανται εμφανείς ενδείξεις συσχέτισής τους με τις εικονικές επιχειρήσεις και τους διαχειριστές τους, προκειμένου να αποφεύγουν τις σε βάρος τους έννομες συνέπειες, καθώς στις συγκεκριμένες οντότητες μετακυλιόταν η υποχρέωση απόδοσης ΦΠΑ εκροών, ενώ παράλληλα οι νομιμοφανείς επιχειρήσεις στις οποίες μετείχαν τα μέλη, ισοσκέλιζαν το ΦΠΑ εισροών-εκροών, αποστερώντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα του Δημοσίου για ανάκτηση των απολεσθέντων εσόδων.
Συνολικά μέσω των εταιρικών σχηματισμών που δημιούργησαν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης πέτυχαν την απώλεια πόρων ΦΠΑ ποσού που ξεπερνά τα 26.000.000 ευρώ, για τα οποία είχαν δηλωθεί εικονικές συναλλαγές άνω των 150.000.000 ευρώ.
Επιπλέον, η μια υποομάδα της οργάνωσης ανέπτυξε δράση και εκτός του πλαισίου αυτής, όπου με την ίδια μέθοδο προέβη μέσω δημιουργίας συστήματος εταιρειών στη διασυνοριακή απάτη στο ΦΠΑ ύψους εκατομμυρίων ευρώ, προς όφελος εταιρείας που δραστηριοποιείται στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Επίσης, βασικό μέλος της οργάνωσης πέτυχε, για επτά επιχειρήσεις που διαχειριζόταν, την απατηλή εκταμίευση χρημάτων μέσω του μέτρου της επιστρεπτέας προκαταβολής, αποκομίζοντας παράνομο όφελος 770.000 ευρώ περίπου.
Για την εξάρθρωση της οργάνωσης, διενεργήθηκαν 39 έρευνες (σε σπίτια, επιχειρήσεις, οχήματα, σωματικές), στις οποίες, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
- 139.696 ευρώ και καταμετρητής χαρτονομισμάτων,
- πολυτελές Ι.Χ.Φ.,
- 10 ρολόγια χειρός ιδιαίτερα μεγάλης αξίας,
- 62 σφραγίδες νομικών προσώπων,
- 46 κινητά τηλέφωνα,
- 7 φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τάμπλετ,
- πιστόλι με 2 γεμιστήρες,
- πλήθος δελτίων αποστολής, τιμολογίων, φορολογικών αποδείξεων και χειρόγραφων σημειώσεων,
- τραπεζικά παραστατικά, κάρτες, επιταγές και βιβλιάρια επιταγών ελληνικών και αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων,
- μικροποσότητα ναρκωτικών ουσιών,
- καταφανώς πλαστό δελτίο ταυτότητας αλλοδαπών Αρχών,
- 2 μηχανήματα POS και
- μεγάλος αριθμός εξωτερικών σκληρών δίσκων και φορητών μέσων αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων (USB STICKS), ενώ πραγματοποιήθηκε εξαγωγή ψηφιακών πειστηρίων προς περαιτέρω διερεύνηση του περιεχομένου αυτών.