«Alors, c’ est la guerre» (λοιπόν, έχουμε πόλεμο), αποκρίθηκε ο Ιωάννης Μεταξάς στο τελεσίγραφο του Μουσολίνι που του επέδωσε ο πρεσβευτής της Ιταλίας, Emanuele Grazzi, στις 28 Οκτωβρίου 1940, ανοίγοντας ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η ιστορική απάντηση που θα έμενε γνωστή ως «Όχι» απορρίπτοντας τις βλέψεις του Μουσολίνι να καταλάβει στρατιωτικά έναν αδιευκρίνιστο αριθμό ελληνικών περιοχών ως «εγγύηση ουδετερότητας της Ελλάδας» χαιρετίστηκε από τον λαό, καθώς μέσα στις σειρήνες που ηχούσαν και τα εμβατήρια που είχαν κατακλύσει τα ραδιόφωνα, οι Αθηναίοι βγήκαν στους δρόμους: το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου όλα άλλαξαν για την Ελλάδα. Οι φωτογραφίες του Τύπου της εποχής δείχνουν τον Ιωάννη Μεταξά να γίνεται δεκτός με χειροκροτήματα από τους αθηναίους πολίτες που είχαν μόλις πληροφορηθεί την άρνησή του να προσθέσει την Ελλάδα στο άρμα του ιταλογερμανικού Άξονα. Προσερχόμενος στο στρατηγείο του, που λειτουργούσε μέσα στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» στο Σύνταγμα, ήταν λες και όλοι είχαν λησμονήσει ποιος ήταν ο άντρας που λίγα χρόνια πριν είχε καταλύσει την ελληνική δημοκρατία ιδρύοντας τη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Έτσι ακριβώς και η ιστορική έρευνα οφείλει να καταγράψει χωρίς αγκυλώσεις την πορεία και την προσωπικότητα του ανθρώπου που για μισό σχεδόν αιώνα διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στο στρατιωτικό και πολιτικό γίγνεσθαι της Ελλάδας, ταυτίζοντας το όνομά του με ένα από τα πλέον αντιδημοφιλή πολιτεύματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Την ίδια ώρα βέβαια ο Μεταξάς έμελλε να ταυτιστεί εκεί στα τέλη της ζωής του και με μια από τις πιο ένδοξες σελίδες της χώρας μας, στις οποίες διαδραμάτισε επίσης καθοριστικό ρόλο. Ο Ιωάννης Μεταξάς είναι ένα από αυτά τα θέματα που πυροδοτούν συνήθως διχασμό, όπως διχαστικός ήταν άλλωστε και ο ίδιος στην εποχή του, καθώς η ψύχραιμη ανάλυση λείπει συνήθως από τις καφενειακού τύπου αναλύσεις. Όπως κι αν έχει η ιστορική ετυμηγορία, είναι αναντίρρητο ότι ως στρατιωτικός και πολιτικός κυριάρχησε στην πολιτική ζωή κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, πρωταγωνιστώντας στα δύο κορυφαία γεγονότα της περιόδου: τον Εθνικό Διχασμό και το Έπος του 1940. Επίσης αδιαμφισβήτητη είναι η αντικοινοβουλευτική ρητορεία του Μεταξά (παρά το ειρωνικό γεγονός ότι με την ψήφο της Βουλής απέσπασε τις αυξημένες αρμοδιότητες που του επέτρεψαν να επιβάλει λίγο αργότερα τη δικτατορία του, κάτω τις ευλογίες του βασιλιά Γεωργίου Β’) και η απολυταρχική διακυβέρνησή του, καθώς το δικτατορικό καθεστώς του κατέστειλε πλήρως την ελευθερία του Τύπου αλλά και κάθε πολιτική δραστηριότητα, την ίδια ώρα που δίωξε, φυλάκισε και εξόρισε τους αντιπάλους του. Όμοια με κάθε ολοκληρωτικό πολίτευμα, το μεταξικό καθεστώς επιχείρησε να ελέγξει πλήρως όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής και να καταστείλει με την αστυνομοκρατία κάθε φωνή. Ο Μεταξάς ήταν δικτάτορας και αμφιβολίες δεν χωρούν εδώ, καθώς το λέει ακόμα και ο ίδιος στο προσωπικό του ημερολόγιο: «Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου κράτος αντικομμουνιστικό. Κράτος αντικοινοβουλευτικό. Κράτος ολοκληρωτικό». Παθιασμένος αντικομμουνιστής, ο Μεταξάς κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο, ανέστειλε βασικά άρθρα του Συντάγματος και διέλυσε κυριολεκτικά το ΚΚΕ, αν και πάλι αυτό δεν αποκαλύπτει την πλήρη εικόνα. Γιατί την ίδια στιγμή θέσπισε την κοινωνική ασφάλιση, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τον κατώτατο εθνικό μισθό, αναγνωρίζοντας επίσης τη γυναικεία εργασία και καθιερώνοντας σχετικά επιδόματα ανακούφισης των λαϊκών τάξεων. Στη διακυβέρνησή του προωθήθηκε η γλωσσική μεταρρύθμιση, με την καθιέρωση της γραμματικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, και ιδρύθηκαν τόσο η ελληνική ραδιοφωνία όσο και η Λυρική Σκηνή, την ίδια ώρα που καθιερώθηκαν οι παραστάσεις αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο. Ο άνισος και αμφιλεγόμενος Μεταξάς που τόσο πίστεψε στο απέραντο μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού θέλησε να επιβάλει τις εθνικιστικές πεποιθήσεις του δικτατορικά, μέσα σε μια περίοδο βαθιάς κοινοβουλευτικής κρίσης και έντονης κοινωνικής αναταραχής. Πέραν του δίπολου «καλός-κακός», ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν σαφώς μια προσωπικότητα που πρέπει να μελετηθεί με την ιδεολογική νηφαλιότητα της ιστορικής έρευνας, αφήνοντας τις αξιολογικές κρίσεις κατά μέρος…
Πρώτα χρόνια
Στρατιωτική και πολιτική άνοδος
Πολιτικές βλέψεις
Η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου
Το καθεστώς προσπάθησε να εφαρμόσει ένα είδος κορπορατισμού, απαγορεύοντας τις απεργίες και νομοθετώντας υπέρ της παραχώρησης οικονομικών και εργασιακών δικαιωμάτων στους εργαζομένους. Ταυτοχρόνως, οπαδός της λαϊκής δημοτικής, ο Μεταξάς εξουσιοδότησε τον Δεκέμβριο του 1938 τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη να συντάξει τη γραμματική και την ορθογραφία της δημοτικής γλώσσας, θέτοντας έτσι τα θεμέλιά της.
Έπος του 1940 και τέλος
Μέχρι τότε ο δικτάτορας είχε διανύσει πολύ μακρύ δρόμο: ο Μεταξάς του 1915 που πίστευε με πάθος στο αήττητο της Γερμανίας δήλωνε με βεβαιότητα στις 30 Οκτωβρίου 1940: «Οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορούν να νικήσουν!». Ο Μεταξάς που το 1915 πρωταγωνιστούσε στον ολέθριο Εθνικό Διχασμό που χώρισε την Ελλάδα στα δυο, φαινόταν στις 28 Οκτωβρίου 1940 να ενώνει όλους τους Έλληνες. Ο Μεταξάς που το 1916 είχε υπογράψει την παράδοση του οχυρού Ρούπελ στους Γερμανούς, φρόντισε το 1940 ώστε το Ρούπελ και άλλα 20 οχυρά να αποτελέσουν το μεγαλύτερο αμυντικό έργο της Ελλάδας και ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης.