«Alors, c’ est la guerre» (λοιπόν, έχουμε πόλεμο), αποκρίθηκε ο Ιωάννης Μεταξάς στο τελεσίγραφο του Μουσολίνι που του επέδωσε ο πρεσβευτής της Ιταλίας, Emanuele Grazzi, στις 28 Οκτωβρίου 1940, ανοίγοντας ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η ιστορική απάντηση που θα έμενε γνωστή ως «Όχι» απορρίπτοντας τις βλέψεις του Μουσολίνι να καταλάβει στρατιωτικά έναν αδιευκρίνιστο αριθμό ελληνικών περιοχών ως «εγγύηση ουδετερότητας της Ελλάδας» χαιρετίστηκε από τον λαό, καθώς μέσα στις σειρήνες που ηχούσαν και τα εμβατήρια που είχαν κατακλύσει τα ραδιόφωνα, οι Αθηναίοι βγήκαν στους δρόμους: το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου όλα άλλαξαν για την Ελλάδα. Οι φωτογραφίες του Τύπου της εποχής δείχνουν τον Ιωάννη Μεταξά να γίνεται δεκτός με χειροκροτήματα από τους αθηναίους πολίτες που είχαν μόλις πληροφορηθεί την άρνησή του να προσθέσει την Ελλάδα στο άρμα του ιταλογερμανικού Άξονα. Προσερχόμενος στο στρατηγείο του, που λειτουργούσε μέσα στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» στο Σύνταγμα, ήταν λες και όλοι είχαν λησμονήσει ποιος ήταν ο άντρας που λίγα χρόνια πριν είχε καταλύσει την ελληνική δημοκρατία ιδρύοντας τη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Έτσι ακριβώς και η ιστορική έρευνα οφείλει να καταγράψει χωρίς αγκυλώσεις την πορεία και την προσωπικότητα του ανθρώπου που για μισό σχεδόν αιώνα διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στο στρατιωτικό και πολιτικό γίγνεσθαι της Ελλάδας, ταυτίζοντας το όνομά του με ένα από τα πλέον αντιδημοφιλή πολιτεύματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Την ίδια ώρα βέβαια ο Μεταξάς έμελλε να ταυτιστεί εκεί στα τέλη της ζωής του και με μια από τις πιο ένδοξες σελίδες της χώρας μας, στις οποίες διαδραμάτισε επίσης καθοριστικό ρόλο. Ο Ιωάννης Μεταξάς είναι ένα από αυτά τα θέματα που πυροδοτούν συνήθως διχασμό, όπως διχαστικός ήταν άλλωστε και ο ίδιος στην εποχή του, καθώς η ψύχραιμη ανάλυση λείπει συνήθως από τις καφενειακού τύπου αναλύσεις. Όπως κι αν έχει η ιστορική ετυμηγορία, είναι αναντίρρητο ότι ως στρατιωτικός και πολιτικός κυριάρχησε στην πολιτική ζωή κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, πρωταγωνιστώντας στα δύο κορυφαία γεγονότα της περιόδου: τον Εθνικό Διχασμό και το Έπος του 1940. Επίσης αδιαμφισβήτητη είναι η αντικοινοβουλευτική ρητορεία του Μεταξά (παρά το ειρωνικό γεγονός ότι με την ψήφο της Βουλής απέσπασε τις αυξημένες αρμοδιότητες που του επέτρεψαν να επιβάλει λίγο αργότερα τη δικτατορία του, κάτω τις ευλογίες του βασιλιά Γεωργίου Β’) και η απολυταρχική διακυβέρνησή του, καθώς το δικτατορικό καθεστώς του κατέστειλε πλήρως την ελευθερία του Τύπου αλλά και κάθε πολιτική δραστηριότητα, την ίδια ώρα που δίωξε, φυλάκισε και εξόρισε τους αντιπάλους του. Όμοια με κάθε ολοκληρωτικό πολίτευμα, το μεταξικό καθεστώς επιχείρησε να ελέγξει πλήρως όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής και να καταστείλει με την αστυνομοκρατία κάθε φωνή. Ο Μεταξάς ήταν δικτάτορας και αμφιβολίες δεν χωρούν εδώ, καθώς το λέει ακόμα και ο ίδιος στο προσωπικό του ημερολόγιο: «Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου κράτος αντικομμουνιστικό. Κράτος αντικοινοβουλευτικό. Κράτος ολοκληρωτικό». Παθιασμένος αντικομμουνιστής, ο Μεταξάς κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο, ανέστειλε βασικά άρθρα του Συντάγματος και διέλυσε κυριολεκτικά το ΚΚΕ, αν και πάλι αυτό δεν αποκαλύπτει την πλήρη εικόνα. Γιατί την ίδια στιγμή θέσπισε την κοινωνική ασφάλιση, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τον κατώτατο εθνικό μισθό, αναγνωρίζοντας επίσης τη γυναικεία εργασία και καθιερώνοντας σχετικά επιδόματα ανακούφισης των λαϊκών τάξεων. Στη διακυβέρνησή του προωθήθηκε η γλωσσική μεταρρύθμιση, με την καθιέρωση της γραμματικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, και ιδρύθηκαν τόσο η ελληνική ραδιοφωνία όσο και η Λυρική Σκηνή, την ίδια ώρα που καθιερώθηκαν οι παραστάσεις αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο. Ο άνισος και αμφιλεγόμενος Μεταξάς που τόσο πίστεψε στο απέραντο μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού θέλησε να επιβάλει τις εθνικιστικές πεποιθήσεις του δικτατορικά, μέσα σε μια περίοδο βαθιάς κοινοβουλευτικής κρίσης και έντονης κοινωνικής αναταραχής. Πέραν του δίπολου «καλός-κακός», ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν σαφώς μια προσωπικότητα που πρέπει να μελετηθεί με την ιδεολογική νηφαλιότητα της ιστορικής έρευνας, αφήνοντας τις αξιολογικές κρίσεις κατά μέρος…
Πρώτα χρόνια
Ο Ιωάννης Μιχαήλ Μεταξάς γεννιέται στις 12 Απριλίου 1871 στην Ιθάκη ως το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά ενός ανώτατου κρατικού υπαλλήλου που υπηρετούσε ως έπαρχος στο νησί. Η καταγωγή του κρατούσε από την περίφημη οικογένεια των Μεταξάδων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και διέθετε πλούσια πολιτική, στρατιωτική, εκκλησιαστική και αριστοκρατική ιστορία. Ολοκληρώνοντας τις βασικές σχολικές υποχρεώσεις στην Ιθάκη και την Κεφαλονιά αργότερα, μέσα σε σχετική οικονομική άνεση, γράφεται το 1885, σε ηλικία 14 ετών, στη Σχολή Ευελπίδων, απ’ όπου αποφοίτησε το 1890. Ο ανθυπολοχαγός του Μηχανικού μπήκε το 1892 στη Σχολή Μηχανικών Στρατού και το 1897 θα βρεθεί στο Υπουργείο Στρατιωτικών σε επιτελική θέση, δίπλα στον θείο του και υπουργό Στρατιωτικών, Νικόλαο Μεταξά, έχοντας ήδη συμμετάσχει στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897…
Στρατιωτική και πολιτική άνοδος
Ο υπουργός τον μεταθέτει σε θέση ευθύνης στο Επιτελείο Στρατού, όπου και θα γνωρίσει τον άνθρωπο που θα αλλάξει τη μοίρα του: τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο. Η φιλία αυτή θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και τα πιστεύω του Μεταξά και θα σφραγίσει την ιστορία των δύο ανδρών αλλά και του τόπου ολόκληρου. Με την οικονομική βοήθεια του πρίγκιπα, φοιτά στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου το 1898 και επηρεάζεται βαθύτατα από τις ιδέες και την «ανωτερότητα» του πρωσικού μιλιταρισμού. Αποφοιτώντας το 1902, επιστρέφει στην Ελλάδα και τοποθετείται στο νεοσυσταθέν Γενικό Επιτελείο Στρατού, όπου θα διοριστεί από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο υπασπιστής του αλλά και στρατιωτικός σύμβουλος, διαδραματίζοντας ενεργό ρόλο στους Βαλκανικούς Πολέμους. Το χαϊδεμένο παραπαίδι της βασιλικής οικογένειας και λοχαγός από το 1906 στάλθηκε στη Λάρισα κατά το Κίνημα στο Γουδί το 1909, καθώς ήταν φανατικός φιλοβασιλικός. Την ίδια χρονιά θα παντρευτεί τη Λέλα Χατζηϊωάννου, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά. Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 1910 με προσωπική εισήγηση του ίδιου του Βενιζέλου, γίνεται και πάλι υπασπιστής του, αν και τώρα είναι αμείλικτος πολέμιος της εξωτερικής πολιτικής του και αντιτίθεται σθεναρά στο σχέδιο εμπλοκής της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Δυνάμεων της Αντάντ. Ο Μεταξάς εμμένει στην πολιτική ουδετερότητας, την οποία υπηρετεί με πάθος και με κάθε μέσο επηρεάζοντας καθοριστικά τον Κωνσταντίνο. Αφού πήρε μέρος σε πολλές μάχες του Α’ Βαλκανικού Πολέμου και εκτέλεσε πλήθος διπλωματικών επαφών στο εξωτερικό ως απεσταλμένος του Βενιζέλου, έφτασε το 1913 να γίνει ως ταγματάρχης ο απόλυτος ιθύνων νους του Στρατιωτικού Επιτελείου. Θαυμαστής του πρωσικού μιλιταρισμού, θαυμάζει απεριόριστα τους Γερμανούς και πιστεύει απόλυτα στην υπεροχή και το αήττητο της Γερμανίας, δηλώνοντας την αντίθεσή του στη Μικρασιατική Εκστρατεία, την οποία θεωρεί «άσκοπη περιπέτεια». Ο Μεταξάς πήρε μέρος και στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο και μετά το πέρας των εχθροπραξιών προάγεται σε αντισυνταγματάρχη και τοποθετείται διευθυντής Επιχειρήσεων στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, αλλά και διευθυντής της Ανώτερης Στρατιωτικής Ακαδημίας, παρασημοφορούμενος το 1913 από τον βασιλιά για τις εξαίρετες στρατιωτικές αρετές του…
Πολιτικές βλέψεις
Φιλόδοξος, δολοπλόκος και αυταρχικός, ο Μεταξάς παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στον Εθνικό Διχασμό, ακολουθώντας με επιμονή τα σχέδιά του και επηρεάζοντας αποφασιστικά τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Δικό του έργο εξάλλου ήταν η ίδρυση των παραστρατιωτικών Συλλόγων των Επιστράτων ως όπλο απέναντι στο φιλοανταντικό στρατόπεδο του Βενιζέλου. Το 1917, έπειτα από απαίτηση των Συμμάχων, ακολουθεί τον Κωνσταντίνο στην εξορία του στην Κορσική, όπου και καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο. Η λήξη του πολέμου και η ήττα της Γερμανίας έχουν καταλυτική επίδραση πάνω του, καθώς διαψεύδουν τα πιστεύω του περί γερμανικής ανωτερότητας και δικαιώνουν την πολιτική του Βενιζέλου. Η ενεργή δράση του Μεταξά κατά τον Εθνικό Διχασμό (1914-1917), τη διένεξη που χώρισε τη χώρα σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα και προκάλεσε εξαιρετικά βαθύ χάσμα στην ελληνική κοινωνία, θα έθετε εν σπέρματι τις βάσεις για τη δικτατορία του. Στην Κορσική θα μάθει καλά γαλλικά και θα κάνει τα πάντα για να διδάξει στα δύο του παιδιά την ελληνική. Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 1920, ανακαλείται στο στράτευμα τον Ιανουάριο του 1921, προάγεται σε αντιστράτηγο και αποστρατεύεται αμέσως, όντας τώρα ελεύθερος να αφιερωθεί στις πολιτικές του φιλοδοξίες. Ιδρύει λοιπόν το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων και για τα επόμενα δεκαπέντε περίπου χρόνια, μέσα από αμφιταλαντεύσεις, δισταγμούς, ανασφάλειες και με μόνιμο σχεδόν το αίσθημα της υπονόμευσης και της αδικίας εις βάρος του, θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Παρόλο που δεν πιστεύει στον κοινοβουλευτισμό, αποφασίζει να πολιτευτεί «εντός του δημοκρατικού πολιτικού πλαισίου» και να συμμετάσχει στην οικουμενική κυβέρνηση, ακολουθώντας τον δρόμο μιας ρεαλιστικής πολιτικής και αποκομίζοντας «εφόδια» που θα τον οδηγήσουν έπειτα από μια δεκαετία στην ανάληψη της πρωθυπουργίας της χώρας και λίγους μήνες μετά στην επιβολή της «Τετάρτης Αυγούστου». Το κόμμα του Μεταξά καταφέρεται με δριμύτητα κατά του Κινήματος του 1922 και μετά την αποτυχία του, αποκτά ανέλπιστα μεγάλο λαϊκό έρεισμα. Πάντοτε δολοπλόκος, οργανώνει παρασκηνιακά το στρατιωτικό κίνημα του 1923 και μετά την αποτυχία του καταφεύγει στο εξωτερικό. Καταδικάζεται εκ νέου σε θάνατο, αμνηστεύεται για άλλη μια φορά το 1924 και το 1926 μπαίνει για πρώτη φορά στη Βουλή, συμμετέχοντας μάλιστα στον κυβερνητικό συνασπισμό του Αλέξανδρου Ζαΐμη ως υπουργός Συγκοινωνιών. Το ίδιο χαρτοφυλάκιο θα διατηρήσει και στις επόμενες κυβερνήσεις του Ζαΐμη, ενώ το 1932 θα χρηματίσει υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη. Τα πολιτικά γεγονότα θα ευνοήσουν τα σκιώδη σχέδιά του περνώντας από το 1935 στο 1936, όταν μετά τις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 ορκίζεται υπουργός Στρατιωτικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Δεμερτζή και λίγο αργότερα διατελεί επίσης υπουργός Αεροπορίας αλλά και αντιπρόεδρος του κυβερνητικού σχήματος. Ο Μεταξάς «φυτεύεται» από τον ίδιο τον βασιλιά, με το πολιτικό εκτόπισμα της πράξης να έχει τη σημασία του, καθώς ο αφοσιωμένος φιλοβασιλικός Μεταξάς ήταν ένας από τους λιγοστούς πολιτικούς που είχαν υποστηρίξει την επιβολή ενός αυταρχικού, μη κοινοβουλευτικού, καθεστώτος στην Ελλάδα. Ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής πεθαίνει αιφνιδίως από ανακοπή καρδιάς στις 13 Απριλίου και ο Μεταξάς διορίζεται πρωθυπουργός την ίδια μέρα από τον βασιλιά, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του πολιτικού κόσμου, έχοντας ήδη εξυφάνει το δόλιο σχέδιό του…
Η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου
Με την κοινοβουλευτική δημοκρατία να έχει φτάσει πιθανότατα στα όρια της και την κοινωνική αναταραχή σε νέο ιστορικό υψηλό (τους τρεις τελευταίους μήνες της πρωθυπουργίας Δεμερτζή είχαν λάβει χώρα 200 απεργίες), ο Μεταξάς εκφωνεί στο Κοινοβούλιο στις 25 Απριλίου τις προγραμματικές του δηλώσεις και δύο μέρες αργότερα λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Στις 30 Απριλίου 1936, η Βουλή του παραχωρεί με ψήφισμα απόλυτη ελευθερία, καθώς διακόπτει τις εργασίες της για πέντε μήνες (ως τις 30 Σεπτεμβρίου 1936), εκχωρώντας το δικαίωμα στην εκτελεστική εξουσία να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα για όλα τα θέματα, κάτω από την επίβλεψη μιας σαρανταμελούς επιτροπής που δεν λειτούργησε φυσικά ποτέ. Εκμεταλλευόμενος την ευνοϊκή συγκυρία αλλά και μια σειρά από ορατούς και αόρατους κινδύνους, όπως τη δυσχερή διεθνή κατάσταση, τον εσωτερικό κομμουνιστικό κίνδυνο και την πιθανότητα πρόκλησης εσωτερικών ταραχών με αφορμή τα βίαια γεγονότα καταστολής της απεργίας στη Θεσσαλονίκη την 9η Μαΐου και την 24ωρη πανελλαδική απεργία που είχε προκηρυχτεί για την 5η Αυγούστου, ο Μεταξάς κάτω από τη συγκατάθεση του βασιλιά Γεωργίου Β’ διαλύει στις 4 Αυγούστου 1936 τη Βουλή, δεν προκηρύσσει εκλογές, αναστέλλει βασικά συνταγματικά άρθρα και καταργεί τελικά τον ισόβιο εχθρό του, τη δημοκρατία. Οι προσωπικές και συλλογικές ελευθερίες ήταν πια στα χέρια της δικτατορίας του. Φασιστικού τύπου (αν και όχι απόλυτα) χούντα, το απολυταρχικό καθεστώς του Μεταξά δανείστηκε τις πρακτικές των φασιστικών κρατών, όπως η υποχρεωτική συμμετοχή στη νεολαία ΕΟΝ με τις μπλε στολές (απηχώντας τους μελανοχίτωνες του Μουσολίνι), τον (χιτλερικό) χαιρετισμό δι’ ανατάσεως της δεξιάς χειρός και τις άλλες σκοτεινές πρακτικές βίαιης καταστολής, διώξεων, αστυνομοκρατίας και απαγορεύσεων, αν και δεν συμμάχησε ποτέ με τα φασιστικά καθεστώτα. Ο δικός του εθνικισμός ήταν ιδιόμορφος, καθώς δεν διαπνεόταν από επεκτατικά χαρακτηριστικά και διατήρησε μάλιστα αγαστές σχέσεις με τη Βρετανία. Ιδεολογικά, το μεταξικό πρόταγμα ήταν ο Γ’ Ελληνικός Πολιτισμός (με πρώτο τον αρχαίο ελληνικό και δεύτερο τη βυζαντινή αυτοκρατορία), ο οποίος θα βασιζόταν στη στρατοκρατία της Σπάρτης διανθισμένη με φολκλορικά στοιχεία αλλά και μπόλικη θρησκευτική πίστη. Σκοπός θα ήταν η καθαρότητα του έθνους και η διαφύλαξη με κάθε κόστος της παράδοσης. Το αστυνομικό κράτος του Μεταξά στράφηκε με αγριότητα κατά των αριστερών αλλά και προσωπικών πολιτικών του αντιπάλων, με τις διώξεις κατά των κομμουνιστών να παίρνουν θέση ολοκληρωτικού πογκρόμ: στα τέλη του 1939 το ΚΚΕ ήταν ουσιαστικά παρελθόν, καθώς ελάχιστα στελέχη του παρέμεναν ασύλληπτα. Ταυτοχρόνως, η πολιτική δράση απαγορεύεται, όπως και τα κόμματα, τα συνδικάτα διαλύονται ή μεταμορφώνονται σε φιλοκυβερνητικές ενώσεις και οι βασανισμοί είναι πια σε ημερήσια διάταξη στα παντοδύναμα αστυνομικά τμήματα. Όταν το 1940 θα γίνει ο απολογισμός της δικτατορίας του Μεταξά μπροστά στον πολεμικό κίνδυνο, η ετυμηγορία θα είναι τέσσερα χρόνια σιδηράς διακυβέρνησης της χώρας με τρομοκρατία και διώξεις, αλλά και ένα αξιόλογο μεταρρυθμιστικό έργο. Ο δικτάτορας προσπάθησε πράγματι να προσεταιριστεί τις λαϊκές τάξεις των αγροτών και των εργατών αναλαμβάνοντας φιλελεύθερες πρωτοβουλίες όπως η ρύθμιση των αγροτικών χρεών (1937) και η ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης, η καθιέρωση του θεσμού της υποχρεωτικής διαιτησίας μεταξύ εργατοϋπαλλήλων και εργοδοσίας, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας αλλά και η εφαρμογή τελικά της προδικτατορικής απόφασης για τη λειτουργία του ΙΚΑ.
Το καθεστώς προσπάθησε να εφαρμόσει ένα είδος κορπορατισμού, απαγορεύοντας τις απεργίες και νομοθετώντας υπέρ της παραχώρησης οικονομικών και εργασιακών δικαιωμάτων στους εργαζομένους. Ταυτοχρόνως, οπαδός της λαϊκής δημοτικής, ο Μεταξάς εξουσιοδότησε τον Δεκέμβριο του 1938 τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη να συντάξει τη γραμματική και την ορθογραφία της δημοτικής γλώσσας, θέτοντας έτσι τα θεμέλιά της. Η ουδετερότητα του Μεταξά στην εξωτερική πολιτική συνεχίστηκε, ακροβατώντας μεταξύ της ιδεολογικά αδερφής ναζιστικής Γερμανίας και της κοινοβουλευτικής Βρετανίας, αν και στο τέλος τάχθηκε στο πλευρό των Βρετανών…
Έπος του 1940 και τέλος
Το 1940 ο δικτάτορας Μεταξάς θα βρεθεί στο δίλημμα να πολεμήσει για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας ή να ενδώσει σε έναν εχθρό που φάνταζε τότε αήττητος. Στο δίλημμα αυτό, για το οποίο προετοίμαζε εξάλλου επί τέσσερα χρόνια την άμυνα της χώρας, ο Μεταξάς δηλώνει έτοιμος να πολεμήσει «υπέρ βωμών και εστιών», έχοντας μαζί του όλο τον ελληνικό λαό. Το Έπος του ’40 θα γίνει η χρυσή σελίδα της σύγχρονης ελληνικής πολεμικής ιστορίας.
Μέχρι τότε ο δικτάτορας είχε διανύσει πολύ μακρύ δρόμο: ο Μεταξάς του 1915 που πίστευε με πάθος στο αήττητο της Γερμανίας δήλωνε με βεβαιότητα στις 30 Οκτωβρίου 1940: «Οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορούν να νικήσουν!». Ο Μεταξάς που το 1915 πρωταγωνιστούσε στον ολέθριο Εθνικό Διχασμό που χώρισε την Ελλάδα στα δυο, φαινόταν στις 28 Οκτωβρίου 1940 να ενώνει όλους τους Έλληνες. Ο Μεταξάς που το 1916 είχε υπογράψει την παράδοση του οχυρού Ρούπελ στους Γερμανούς, φρόντισε το 1940 ώστε το Ρούπελ και άλλα 20 οχυρά να αποτελέσουν το μεγαλύτερο αμυντικό έργο της Ελλάδας και ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης. Ο Μεταξάς του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε περάσει από πολλά κύματα και πιθανότατα δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος με τον Μεταξά του Εθνικού Διχασμού, των Επιστράτων, του κινήματος Λεοναρδοπούλου-Γαργαλίδη και, ενδεχομένως, με τον Μεταξά της «Τετάρτης Αυγούστου». Γι’ αυτό και ο δημοκράτης και κεντρώος πολιτικός Γεώργιος Καφαντάρης σχολίασε σχετικά: «Είπε το Όχι ο μόνος Έλληνας που θα μπορούσε να πει το Ναι». Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί ο Μεταξάς δεν βρέθηκε στο ίδιο στρατόπεδο με τους ομοϊδεάτες του γερμανούς ναζί και ιταλούς φασίστες» συνεχίζει να απασχολεί τους ιστορικούς, καθώς εύκολες ερμηνείες μέσα στο πολυσύνθετο πλέγμα των αντίρροπων δυνάμεων δεν χωρούν. Το αναπάντεχο της υπόθεσης είναι ότι ο Μεταξάς συνέχισε ουσιαστικά την εξωτερική πολιτική της τελευταίας τετραετίας του Βενιζέλου, τηρώντας τις ευαίσθητες ισορροπίες στις διμερείς σχέσεις της Ελλάδας και οδηγώντας με αξιοσημείωτη επιδεξιότητα μια μικρή χώρα ανάμεσα στους σκοπέλους μιας ταραχώδους εποχής για τις διεθνείς ευρωπαϊκές σχέσεις. Του πιστώνεται επίσης ότι διείδε από νωρίς τον κίνδυνο και προετοίμασε στρατιωτικά τη χώρα με αριστοτεχνικό τρόπο για τα οικονομικά του κράτους. Ο Ιωάννης Μεταξάς πέθανε αιφνιδίως στις 29 Ιανουαρίου 1941, την 94η ημέρα του πολέμου με την Ιταλία, και σύμφωνα με το ιατρικό ανακοινωθέν των 12 γιατρών του, ο δικτάτορας είχε παρουσιάσει φλεγμονή στον φάρυγγα δέκα ημέρες πρωτύτερα. Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών, με τιμητική φρουρά τα μέλη της ΕΟΝ του (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας). Ήδη από τις πρώτες στιγμές του θανάτου του κυκλοφόρησαν οι φήμες ότι είχε πέσει θύμα δολοφονικής απόπειρας από ξένες δυνάμεις και ειδικότερα από το χέρι των Άγγλων, αν και μια τέτοια υπόθεση δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr