Χαιρετισμό στην 11η Σύνοδο των Συνηγόρων του Πολίτη των χωρών της Μεσογείου που διεξάγεται στην ιστορική πόλη του Ναυπλίου, απηύθυνε απόψε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, υπογραμμίζοντας την σημασία της αποστολής του θεσμού αυτού στην υπεράσπιση της αρχής της νομιμότητας και τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας, ώστε να αποτρέπεται, κατά το δυνατόν, η αυθαιρεσία.
Όπως τόνισε η Πρόεδρος, η πανδημία κατέδειξε πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος των Συνηγόρων του Πολίτη ως «μεσολαβητών» μεταξύ του πολίτη και της Διοίκησης και υπογράμμισε το χρέος τους να υπερασπίζονται τις κοινές αξίες και να διασφαλίζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών:
«Ο Συνήγορος του Πολίτη είναι ένας βασικός δημοκρατικός θεσμός, που ως κύρια αποστολή έχει την υπεράσπιση της αρχής της νομιμότητας και τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας, ώστε να αποτρέπεται, κατά το δυνατόν, η αυθαιρεσία. Έχει συνεπώς χρέος να υπερασπίζεται τις κοινές μας αξίες και να διασφαλίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών, ιδιαιτέρως αυτή την εποχή, κατά την οποία η αρχή του Κράτους Δικαίου βρίσκεται υπό αμφισβήτηση».
Αναφερόμενη στην πανδημία, επισήμανε ότι «τα σκληρά μέτρα που ελήφθησαν από την πλειοψηφία των κρατών ήταν αναγκαία για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και των καταστροφικών της αποτελεσμάτων». Ωστόσο, παρατήρησε ότι «ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος αυθαιρεσίας και κακοδιαχείρισης κατά την εφαρμογή τους. Και ναι μεν το δημοκρατικό μας πολίτευμα παρέχει τα μέσα για τον έλεγχο των μέτρων αυτών, τόσο πολιτικά όσο και από την άποψη της νομιμότητας και συμβατότητας με τις εγγυήσεις του Συντάγματος, αυτό όμως δεν επαρκεί πάντα για να αποτραπούν μορφές κακοδιοίκησης».
Χαρακτήρισε, καθοριστική την παρέμβασή των Συνηγόρων του Πολίτη, ιδίως πριν από το στάδιο του δικαστικού ελέγχου, πολύ περισσότερο σε μια περίοδο όπως η τωρινή, κατά την οποία ο πολίτης λόγω των περιορισμών είναι φυσικό μερικές φορές να νιώθει ανυπεράσπιστος. Μάλιστα, υποστήριξε ότι ένα από τα μαθήματα που πρέπει να αποκομίσουμε από την πανδημία και να κρατήσουμε για το μέλλον, είναι η αξία της συνεργασίας μεταξύ των κρατών. «Είναι αναγκαία, προκειμένου να αποσοβούνται κρίσεις, όπως η πρόσφατη υγειονομική, ή προκειμένου να μετριάζονται οι δυσμενείς συνέπειές τους», σημείωσε η Πρόεδρος.
Στο πλαίσιο αυτό, επισήμανε ότι «υπάρχουν προβλήματα που δεν μπορούν να επιλυθούν από κάθε χώρα μόνη της, όσο προηγμένη οικονομικά, τεχνολογικά ή θεσμικά και αν είναι. Η κλιματική κρίση είναι η επόμενη σοβαρή πρόκληση, την οποία θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα ή για θέματα διεθνούς ασφάλειας, όπως η τρομοκρατία ή η κρίση στο Αφγανιστάν, όπου διακυβεύονται και πανανθρώπινα δικαιώματα».
Ειδικότερα, για τις προκλήσεις που αφορούν την ευρύτερη γειτονιά μας, τη Μεσόγειο, ανέφερε ότι «σύμφωνα με μια σειρά πρόσφατων μελετών, η Μεσόγειος θάλασσα, πηγή πλούτου και ευημερίας για όλες τις χώρες της περιοχής, εκτιμάται ότι θα πληγεί σκληρά από το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, στην 8η Σύνοδο Κορυφής των χωρών του Νότου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 17.9.2021, 9 χώρες υιοθέτησαν την κοινή “Διακήρυξη της Αθήνας για την κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον στη Μεσόγειο“», υπογραμμίζοντας τις επερχόμενες «καταστροφικές συνέπειες και τονίζοντας την επείγουσα ανάγκη λήψης αποφασιστικών μέτρων αντιμετώπισής τους».
Τάχθηκε, επίσης, υπέρ μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής στο προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα, υπενθυμίζοντας ότι η Μεσόγειος αποτελεί την κύρια πύλη εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως είπε «Και εδώ, μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική που θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη αποτελεσματικής φύλαξης των συνόρων και την αρχή της αλληλέγγυας κατανομής των βαρών μεταξύ των χωρών, είναι αναγκαία» και πρόσθεσε ότι «Προς αυτή την κατεύθυνση είναι σημαντικό να συμπράξουν και άλλα μεσογειακά κράτη».
Περαιτέρω, τόνισε ότι οι θεματικές της Συνόδου καταδεικνύουν με έμφαση την επιτακτική ανάγκη ενίσχυσης της διακρατικής συνεργασίας, ώστε η Μεσόγειος να μην είναι μια «θάλασσα που μας χωρίζει», αλλά μια «θάλασσα που μας ενώνει» και να εξασφαλιστεί, με σεβασμό πάντα των θεμελιωδών αξιών της διεθνούς έννομης τάξης, η ειρήνη, η ασφάλεια και η ευημερία.
Καταλήγοντας, υποστήριξε ότι «η Σύνοδος εκφράζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το πνεύμα συνέργειας των θεσμών της ευρύτερης περιοχής μας, οι οποίοι πρέπει απαραιτήτως να εντάσσονται σε διεθνή και περιφερειακά δίκτυα που επιτρέπουν την ανταλλαγή απόψεων και βέλτιστων πρακτικών, λειτουργώντας ως εφαλτήριο μεταρρυθμίσεων τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο».