Φόβος, ντροπή, απορία… Αυτά είναι μόνο μερικά από τα συναισθήματα τρόμου που μας προκαλεί η αποκάλυψη των αρμόδιων αρχών για το πείραμα Kentler.
Γράφει η Έλενα Ράπτη
Ενός ανθρώπου που εάν και εκπαιδεύτηκε για να ασκεί ένα λειτούργημα, αυτό του ψυχολόγου, τελικά συμπεριφέρθηκε σαν τέρας που τοποθετούσε ορφανά και άστεγα παιδιά και έφηβους σε ανάδοχους γνωστούς παιδόφιλους.
Πρόκειται για ένα ανατριχιαστικό πείραμα, που μόνο ένα διεφθαρμένο μυαλό θα μπορούσε να σκεφτεί. Αθώα παιδιά και νέοι έφηβοι ηλικίας 13 μέχρι 15 ετών πολλές φορές με εθισμό στα ναρκωτικά και την πορνεία, εγκλωβισμένα σε ένα αδιέξοδο, καταπονημένα σωματικά και ψυχικά, προδομένα από μία ολόκληρη κοινωνία που δεν τα προστάτευσε ως όφειλε, «υιοθετούνταν», από παιδόφιλους άντρες, που – σύμφωνα με τον Kentler- μπορούσαν να είναι στοργικοί θετοί γονείς.
Από το 1969 και για περισσότερο από 30 χρόνια, το «πείραμα» της αναδοχής των αθώων ψυχών από παιδόφιλους, διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του Hildesheim, ενώ μάλιστα δόθηκε και επίδομα (!) στους παιδόφιλους αναδόχους.
Ωστόσο, πριν από μερικά χρόνια, δύο θύματα αποφάσισαν να σπάσουν την σιωπή και να μιλήσουν δημόσια για την ιστορία τους. Η ζωή αυτών των θυμάτων αποτελεί μία τραγική παρένθεση για τις αρχές, που για τόσες δεκαετίες έδιναν την έγκρισή τους στις διαδικασίες αναδοχής.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, το πανεπιστήμιο Hildesheim ξεκίνησε τη μελέτη ενός τεράστιου όγκου αρχείων και συνεντεύξεων και προχώρησε στην ανακάλυψη ενός δικτύου διάφορων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που, μαζί με το κρατικό Γραφείο Πρόνοιας για τους Νέους και τη Γερουσία του Βερολίνου, έκλειναν τα μάτια μπροστά σε αυτό το επαίσχυντο καθεστώς υιοθεσίας καθιστώντας πρακτικά την παιδεραστία αποδεκτή! Επιπροσθέτως, οι ερευνητές ανακάλυψαν πως αρκετοί από τους ανάδοχους πατέρες ήταν ακαδημαϊκοί με υψηλό προφίλ, υψηλόβαθμα μέλη του Ινστιτούτου Max Planck, του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου, αλλά και του γνωστού σχολείου Odenwald.
Μάλιστα, ο ίδιος ο Kentler, ερχόταν σε τακτική επικοινωνία με τα παιδιά, τους εφήβους και τους «θετούς» πατέρες τους ενώ ποτέ δεν «διώχθηκε» μέχρι και τον θάνατό του. Ακόμα και όταν οι θύματα του πειράματός του έβγαλαν τις ιστορίες τους στη δημοσιότητα το έγκλημά του είχε παραγραφεί βάσει του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου. Έτσι, τα παιδιά αυτά, ενήλικες πια, που πολλές φορές έπρεπε να «βγουν» στην πορνεία για να επιβιώσουν, δεν δικαιούνται ούτε καν κάποια χρηματική αποζημίωση.
Η ιστορία αυτή, για την οποία σίγουρα έχουμε πολλά ακόμα να μάθουμε, αναδεικνύει μία βασική και αδιαμφισβήτητη ανάγκη. Την ανάγκη ενημέρωσης της κοινωνίας, την ανάγκη προστασίας των παιδιών, την ανάγκη αυστηροποίησης των ελέγχων. Η παιδική σεξουαλική κακοποίηση δεν είναι μία πράξη που συμβαίνει μόνο πίσω από τις κλειστές πόρτες. Αυτό το πείραμα δείχνει το μέγεθος του προβλήματος και τη σοβαρότητα του εγκλήματος.
Με την καμπάνια «ΕΝΑ στα ΠΕΝΤΕ» προσπαθούμε εδώ και χρόνια, να ενημερώσουμε, να διδάξουμε παιδιά και ενήλικες για την προστασία των μικρών ψυχών από τέτοιου είδους εγκλήματα. Με τρόπους παιδαγωγικούς και μεθόδους κατάλληλες και εκπαιδευτικές, το παιδί μαθαίνει τι είναι το σωστό, μαθαίνει να προστατεύεται.
Ωστόσο, σημασία έχει να υπάρχει μία κοινωνία που στηρίζει το παιδί και του παρέχει ένα δίχτυ ασφάλειας από τέτοιους κινδύνους. Οφείλουμε, να μην ξεχάσουμε την ιστορία αυτή, που κράτησε για πάνω από 30 χρόνια, τραυματίζοντας ανεπανόρθωτα παιδικές ψυχές χωρίς να υπάρξει τελικά τιμωρία. Και να φροντίσουμε να μη ξανασυμβεί ποτέ και πουθενά.