Εντολή για την, κατά το δυνατόν, επίσπευση έκδοσης πορίσματος από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και την Ομάδα Εργασίας που έχει συγκροτηθεί για το ζήτημα των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου, έχει δώσει ο υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος Βενιζέλος.
Το ζήτημα αυτό, που χαρακτηρίζεται εθνικό από ελληνικής πλευράς, τέθηκε από τον κ. Βενιζέλο και κατά τη συνάντηση του με τον Γερμανό ομόλογό του Γκίντο Βεστερβέλε.
Μολονότι δε ο κ. Βεστερβέλε επανέλαβε τη γερμανική θέση, ο κ. Βενιζέλος ξεκαθάρισε ότι το θέμα αυτό παραμένει ανοιχτό.
Για όλα τα παραπάνω μίλησε ο υφυπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Κούρκουλας, απαντώντας στη Βουλή σε επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή των Ανεξάρτητων Ελλήνων Νότη Μαριά, ο οποίος ζήτησε να ενημερωθεί αν το θέμα τέθηκε στον κ. Βεστερβέλε από τον κ. Βενιζέλο και αν πρόκειται να τεθεί και κατά την επικείμενη επίσκεψη του κ. Σόιμπλε στην Αθήνα.
«Η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε των αξιώσεων της. Το αντίθετο μάλιστα. Η Ελλάδα θέτει το συγκεκριμένο θέμα σε διμερές επίπεδο. Το ζήτημα έχει τεθεί επανειλημμένα, όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο, σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, σε διμερή βάση, με ευθύ τρόπο, όπως αρμόζει μεταξύ εταίρων, φίλων και συμμάχων. Η αρμοδιότητα του ζητήματος αυτού ανήκει στο υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας -και όχι στο υπουργείο Οικονομικών- και με αυτούς θα πρέπει να συνδιαλεχθούμε, να συζητήσουμε και σε αυτούς το θέσαμε», ανέφερε ο υφυπουργός Εξωτερικών.
«Δεν μπορούμε να αφήσουμε το ζήτημα αυτό να υφέρπει σε μια γενική, γενικόλογη, πολιτική συζήτηση και αποδίδουμε εξαιρετική σημασία στη διατήρηση και εμβάθυνση των φιλικών μας σχέσεων με τη Γερμανία», είπε ο κ. Κούρκουλας και προσέθεσε: «Πιστεύουμε ότι αν αυτό το θέμα αιωρείται πάντα, χωρίς επίλυση, θα υπονομεύει τις ελληνογερμανικές σχέσεις, διότι θα δημιουργούσε στη συνείδηση του ελληνικού λαού ένα αίσθημα αδικίας, θα τροφοδοτούσε μια θεώρηση συνωμοσιολογική, θα επέτρεπε ανέξοδες επιδείξεις υπερπατριωτισμού, που δεν θα συνέβαλαν στην ομαλή εξέλιξη και εμβάθυνση των ελληνογερμανικών σχέσεων, οι οποίες είναι στρατηγικής σημασίας για εμάς. Όχι δεν θα ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο, θα τεκμηριώσουμε τη θέση μας και θα το θέσουμε, όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο, με καλή πίστη μεταξύ φίλων, συμμάχων και εταίρων που έχουν προοπτική στρατηγικής συνεργασίας».