Οι συνεχείς υποβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης πυροδότησαν την πώληση των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων και απογείωσαν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, κάτι που σε μια χρονιά όπως το 2010, που η Ελλάδα είχε να χρηματοδοτήσει χρέος ύψους 54 δισ. ευρώ, αποτελούσε τραγική εξέλιξη.

Ο μεγαλύτερος όγκος πωλήσεων των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τα «Επίκαιρα», δεν προήλθε από τα άκρως κερδοσκοπικά κεφάλαια, αλλά από τα πλέον συντηρητικά, τα οποία και επένδυαν επί σειρά ετών δεκάδες δισεκατομμύρια στη χώρα.

Όταν τα διεθνή και τα ευρωπαϊκά επενδυτικά κεφάλαια τοποθετούνταν από το 1997 και μετά σε ελληνικά ομόλογα, αποδεχόμενα ολοένα και χαμηλότερα επιτόκια, δεν το έκαναν τόσο γιατί εμπιστεύονταν ξαφνικά την Ελλάδα της ραγδαία μειούμενης ανταγωνιστικότητας, της ανεργίας-ρεκόρ, του πεισματικά πάνω από το 100% του ΑΕΠ χρέους της και των επίμονων ελλειμμάτων της, όσο επειδή ήθελαν να συμμετάσχουν στη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης ως συνόλου, θεωρώντας τη ένα ασφαλές και κερδοφόρο «στοίχημα» ιστορικών διαστάσεων.

Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, οι πολιτικές αποφάσεις Παπανδρέου, όταν ανέλαβε την εξουσία, είχαν θεαματικά χειρότερο αντίκτυπο ακόμη και από την απόφαση Μέρκελ, ένα χρόνο νωρίτερα, για εθνική και όχι ευρωπαϊκή στήριξη των τραπεζών, θέτοντας πλέον ευθέως και όχι εμμέσως σε αμφισβήτηση ολόκληρο το ευρωπαϊκό εγχείρημα και δημιουργώντας ένα απίστευτων διαστάσεων πρόβλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.


Το σπρώξιμο στον γκρεμό

Από το Νοέμβριο του 2009 και μετά ο Γ. Παπανδρέου αναζητούσε νέες πηγές χρηματοδότησης της Ελλάδας, στρεφόμενος προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με την ελπίδα ότι αυτό θα συντόνιζε τη δημιουργία ενός τέτοιου μηχανισμού με τη σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να υποκατασταθούν αυτοί που λειτουργούσαν ικανοποιητικά μέχρι τότε.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε επίγνωση ότι, πέρα από τις συμφωνίες της Ελλάδας στην εξωτερική πολιτική, ακύρωνε και τις χρηματοοικονομικές με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η διατήρηση των οποίων ήταν απαραίτητη για τη συντήρηση του διπλού μηχανισμού χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας.

Επομένως, ο κ. Παπανδρέου χρειαζόταν επειγόντως ένα νέο μηχανισμό χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας για να αντικαταστήσει αυτόν που καταργούσε, αλλά, όταν πράγματι «πέτυχε» την απόφαση για τη δημιουργία του από την τρόικα, τέθηκε ως προϋπόθεση για την ενεργοποίησή του η δημιουργία και ενός κοινωνικού μηχανισμού συγχρηματοδότησης της υπό διάλυση οικονομίας από τους Έλληνες πολίτες, ώστε να εξασφαλιστεί η ελάχιστη δυνατή χρήση αυτού της τρόικας.

Από τον Οκτώβριο του 2009 μέχρι την υπογραφή του μνημονίου, λοιπόν, αυτό που έζησαν όλοι οι Έλληνες ήταν η ακύρωση και η καταστροφή κάθε γραναζιού στο διπλό μηχανισμό χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας και η αντικατάσταση από έναν νέο, επίσης διπλό, όπου το ρόλο των γραναζιών θα έπαιζαν σε μεγάλο βαθμό τα δικά τους περιουσιακά στοιχεία, τα οποία πλέον θα χρησιμοποιούνταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο για να υποκαταστήσουν τμήμα της δυναμικής που είχαν οι προηγούμενες μηχανές ρευστότητας και δανειοδότησης της ελληνικής οικονομίας πριν καταστραφούν.

Αλλά με το μνημόνιο να προβλέπει εσωτερική υποτίμηση κατά 35%, η συρρίκνωση-ρεκόρ της οικονομίας ήταν δεδομένη, όπως και η αύξηση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Με την τρόικα, ωστόσο, να είναι διατεθειμένη να αυξήσει τη χρηματοδότησή της περαιτέρω, τα επιπλέον κεφάλαια που συνεχώς προέκυπτε ότι έπρεπε να διατεθούν για τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας αντλήθηκαν από την κοινωνική πηγή χρηματοδότησης, δηλαδή τους Έλληνες πολίτες.

Και καθώς παράλληλα με τη ρευστότητα «πάγωσαν» και οι επενδύσεις στη χώρα, αφού η προσέλκυσή τους είχε καταστεί αδύνατη υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, μαζί με όλα τα υπόλοιπα εξανεμίστηκαν και οι ελπίδες για ανάπτυξη.