Καθησυχαστικός όσον αφορά το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου με την Τουρκία ήταν ο Γιώργος Κατρούγκαλος, ο οποίος τόνισε πως δεν πρέπει να φοβόμαστε τίποτα, καθώς «η χώρα μας είναι δυνατή και με συμμάχους». «Ούτως ή άλλως δεν είναι στις προθέσεις της Τουρκίας ένα θερμό επεισόδιο, η πρόθεση της Τουρκίας είναι να κρατά ψηλά την ένταση, να προσπαθεί να δημιουργεί -όπως και στο παρελθόν- συνθήκες, για να “γκριζάρουν” περιοχές στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο από πλευράς διεθνούς δικαίου», επισήμανε μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων ο αρμόδιος για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών. «Εκεί βρίσκεται και η μεγάλη της αποτυχία, ότι μετά την πολύ σημαντική διπλωματική επιτυχία της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, πριν από ορισμένες μέρες, αυτές οι προσπάθειες της Τουρκίας, που καταδικάστηκαν ως παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, δεν χρησιμεύουν πια για τον σκοπό που τις χρησιμοποιούσε, αλλά αντίθετα την εκθέτουν ως ένα κράτος-ταραξία, ως ένα κράτος- παρία στο επίπεδο της διεθνούς σκηνής», πρόσθεσε επί του θέματος. «Αυτές οι ενέργειες έχουν σκοπιμότητα και χρησιμότητα γι’ αυτόν που τις κάνει, μόνον όταν εντάσσονται σε ένα σχέδιο να αμφισβητήσουν το διεθνές δίκαιο και να δημιουργήσουν τετελεσμένα, αλλά όταν εκ των προτέρων έχουν καταγγελθεί από τη μεγάλη δύναμη της περιοχής, που είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, πραγματοποιούν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό, το οποίο είχαν στην αρχή υπόψη τους οι αυτουργοί τους», συνέχισε ο κ. Κατρούγκαλος. Αναφερόμενος στην αιχμηρή απάντηση, που έδωσε το Μαξίμου στις δηλώσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναφορικά με τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς στον Έβρο και τους οκτώ Τούρκους, διευκρίνισε: «Η αρχή της πολιτικής μας είναι η αρχή της ίσης ανταπόδοσης σε όλα τα επίπεδα: και στο επίπεδο το επιχειρησιακό και στις φραστικές προκλήσεις, όπου πρέπει να δίνεται απάντηση ανάλογη του ύφους (της πρόκλησης), διαφορετικά και στο εσωτερικό ψυχολογικό μέτωπο θα είχαμε θέματα, θα φαινόταν σαν να είμαστε υποχωρητικοί και ενδοτικοί». Σχετικά με τη διαχείριση της υπόθεσης κράτησης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, μεταξύ άλλων εξήγησε: «Ο λόγος που κρατήσαμε την τακτική που κρατήσαμε στην αρχή του επεισοδίου, ήταν ακριβώς γιατί θέλαμε να την αντιστοιχίσουμε στις πραγματικές διαστάσεις που είχε ένα μεθοριακό συμβάν, που ήταν σύνηθες, δεν ήταν κάτι το ασύνηθες για την περιοχή. Η προσδοκία την οποία είχαμε, ήταν ότι θα προχωρούσε η δίκη, θα είχαμε ένα συγκεκριμένο κατηγορητήριο και θα ακολουθούσε η υπόθεση τη φυσική της πορεία. Όσο βλέπουμε ότι περνάει ο καιρός, ότι αυτό δεν γίνεται και η Τουρκία φαίνεται να έχει σκέψεις να χρησιμοποιήσει σαν πολιτικά πιόνια τους στρατιωτικούς μας, προφανώς η αντίδρασή μας πρέπει να είναι διαφορετική από αυτή που ήταν στην αρχή του επεισοδίου κι ακριβώς αυτό γίνεται».
«Να πάρουμε παράδειγμα από τις οικογένειες των δύο στρατιωτικών»
Σχολιάζοντας τη δήλωση του υπουργού Άμυνας, Πάνου Καμμένου, ότι «σε μια χώρα που δεν υπάρχουν δικαστήρια και η δικαιοσύνη λειτουργεί με εντολές του σουλτάνου, η εκκρεμότητα μπορεί να κρατήσει και 15 χρόνια», εκτίμησε πως «ήταν φραστικό σχήμα» και ότι δεν εννοούσε πως οι δύο Έλληνες στρατιωτικοί στον Έβρο θα κρατηθούν 15 χρόνια. «Η Τουρκία ενδέχεται να χρησιμοποιήσει ως μέσο ψυχολογικού πολέμου τους δύο στρατιωτικούς», όμως, «αυτό που πρέπει να κάνει η δική μας πλευρά είναι να διατηρήσει την ψυχραιμία της, γιατί αν βοηθήσουμε την τουρκική πλευρά να δημιουργήσει συνθήκες διαίρεσης και κυρίως ανησυχίας στο εσωτερικό μας, θα είναι ακριβώς αυτό που επιδιώκει». Προέτρεψε, δε, «να πάρουμε παράδειγμα από τις οικογένειες των δύο στρατιωτικών, πώς θα πρέπει να συμπεριφερόμαστε και συλλογικά» και «στην εθνική ομοψυχία να προσθέσουμε και την εθνική ψυχραιμία», συμπλήρωσε σχετικά. Σε ό,τι αφορά τη στήριξη που έλαβε η χώρα σε διπλωματικό επίπεδο από τους συμμάχους της, ο αν. υπουργός παρατήρησε πως «αν συγκρίνει κανείς τη δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, με αυτήν που ακολούθησε το θερμό επεισόδιο στα Ίμια το 1996 -όπου είχαμε και νεκρούς- πρόκειται για τη μέρα με τη νύχτα». «Το 1996 καλεί τις δύο πλευρές -ουσιαστικά σε μία τακτική ίσων αποστάσεων- να σέβονται το διεθνές δίκαιο και αν έχουν αμφισβητήσεις να πάνε στο δικαστήριο της Χάγης, ενώ η τελευταία δήλωση κάνει ρητά λόγο για παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και απευθύνει την ισχυρότερη δυνατή προειδοποίηση προς την Τουρκία», σημείωσε. Ερωτηθείς σχετικά με την υπόθεση των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών, που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία, ζητώντας πολιτικό άσυλο ο αναπληρωτής υπουργός διευκρίνισε: «Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να εκδοθούν στην Τουρκία, δεν πρόκειται να δοθούν στην Τουρκία με οποιονδήποτε τρόπο, γιατί ως προς αυτό το ζήτημα έχουμε ήδη αμετάκλητες αποφάσεις του Αρείου Πάγου. Έχουν ζητήσει άσυλο, αυτήν την πρόσθετη προστασία, που δίνει η συνθήκη της Γενεύης σε αυτούς που φεύγουν κυνηγημένοι, για λόγους πολιτικών διώξεων». «Εκεί», εξήγησε, «το κρίσιμο ζήτημα νομικά είναι αν αυτοί ήταν πράγματι πραξικοπηματίες ή όχι». «Αυτό έχει πάψει να έχει σημασία για την έκδοσή τους -γιατί έχει λυθεί ότι δεν μπορούν να εκδοθούν στην Τουρκία- είναι όμως κρίσιμο, αν θα τους δοθεί άσυλο ή όχι, γιατί ο πραξικοπηματίας, αυτός που δοκίμασε ο ίδιος με την ισχύ, τη δύναμη τη στρατιωτική να ρίξει την κυβέρνηση της χώρας του, δεν δικαιούται να είναι πρόσφυγας. Ποιος θα το κρίνει αυτό; Το δικαστήριο, μόνο το δικαστήριο μπορεί να κρίνει αν αυτοί ήταν πράγματι ή δεν ήταν πραξικοπηματίες και πράγματι στο αρμόδιο δικαστήριο, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, εκκρεμεί αυτή η απόφαση», επισήμανε.