«Έχουμε θέσει με σαφήνεια τον εθνικό στόχο για όνομα της ΠΓΔΜ, που δεν θα μπορεί να είναι όχημα αλυτρωτισμού και θα διακρίνει με σαφήνεια την ιστορική, ελληνική Μακεδονία από το γειτονικό κράτος», τόνισε ο αναπληρωτής υπουργών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Γιώργος Κατρούγκαλος στον ρ/σ «Στο Κόκκινο».
Όπως είπε αναφερόμενος στην σε εξέλιξη διαπραγμάτευση στην Νέα Υόρκη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ «αίσθηση του πού βρισκόμαστε υπάρχει ήδη, αλλά το θέμα είναι να υπάρχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις από την άλλη πλευρά».
Απέφυγε ωστόσο να αναφερθεί στο περιεχόμενο, καθώς όπως είπε «έχουμε αποφασίσει ως κυβέρνηση, για να διευκολύνουμε τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, να μην προχωρούμε σε ονοματολογία. Έχουμε απλώς θέσει τον εθνικό στόχο με σαφήνεια για όνομα που δεν θα μπορεί να είναι όχημα αλυτρωτισμού και να διακρίνει με σαφήνεια την ιστορική ελληνική Μακεδονία από το γειτονικό κράτος. Επίσης, ότι θα πρέπει να πάρουμε υπόψιν τα νόμιμα συμφέροντα της άλλης πλευράς, που αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να απεμπολήσουμε τα δικά μας».
Αναφερόμενος στο χρονικό πλαίσιο που θέτει ο κ. Νίμιτς, είπε ότι «φαντάζομαι ότι ανάγεται στην εκτίμησή του για την απόφαση που πρέπει να ληφθεί, μέχρις ότου υπάρχουν άλλα χρονικά ορόσημα, όπως η Σύνοδος του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο», σημειώνοντας ότι «δεν θέλω να προκαταλάβω το χρονικό εύρος της διαπραγμάτευσης, φαίνεται να υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας, κάτι που δικαιολογείται από δύο κυρίως παράγοντες. Η νέα κυβέρνηση Ζάεφ φαίνεται να έχει εγκαταλείψει, τουλάχιστον μέχρι τώρα και σε επίπεδο δηλώσεων, την εθνικιστική ρητορική του ακραίου αλυτρωτισμού των προηγούμενων κυβερνήσεων, ενώ από την άλλη εμείς ως κυβέρνηση σε όλα τα θέματα δεν θέλουμε να βασιλεύει το τέλμα και η αδράνεια, αλλά να βρίσκουμε λύσεις».
Ξεκαθάρισε εξάλλου, ότι μπορεί «ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων, για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια, να δείχνει ότι μπορεί να οδηγήσει στο να υπάρξει λύση, όμως δεν είναι σε καμία περίπτωση δεδομένη».
Για την κόντρα στην ελληνική πολιτική σκηνή, ο κ. Κατρούγκαλος σημείωσε ότι «η εθνική ενότητα σε αυτά τα θέματα είναι ζητούμενο. Παρότι προσφέρεται για εμάς, εάν θέλαμε να “κερδίσουμε πόντους” βασιζόμενη στην πολυγλωσσία (όχι απλώς διγλωσσία) της άλλης πλευράς και ειδικά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν είναι κάτι που θα κάνουμε, ακριβώς γιατί ως υπεύθυνη κυβέρνηση θέλουμε σε αυτό το ζήτημα να πάμε ενωμένοι».
Ωστόσο, «για να γίνει αυτό, προφανώς δεν φτάνει μόνο η δική μας στάση, πρέπει να υπάρχει από όλες τις πλευρές. Νομίζω όμως ότι έχουμε πια την ωριμότητα, μετά από δυόμιση δεκαετίες που μας απασχολεί το ζήτημα, να το αντιμετωπίσουμε με τη λογική και όχι με το συναίσθημα. Κυρίως, με αίσθηση πατριωτικής ευθύνης και όχι κομματικής».