Μήνυμα με πολλούς αποδέκτες έστειλε ο Επίτροπος για τις Οικονομικές και Νομισματικές Υποθέσεις, Όλι Ρεν, δηλώνοντας ότι αυτός είναι «πολιτικός καθοδηγητής του ελληνικού Μνημονίου», απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκο Χουντή
Συγκεκριμένα, ο Νίκος Χουντής σε ερώτησή του προς την Κομισιόν, έθετε το θέμα της «διαρκούς επιτροπείας» της Ελλάδας από την τρόικα, όπως αυτή αποτυπώνεται στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου και ζητούσε να πληροφορηθεί το νόημα της παραγράφου, που ανακοινώνει τη συγκρότηση «επιτόπιας εποπτικής ικανότητας», με «αποκλειστική αρμοδιότητα τον έλεγχο υλοποίησης του προγράμματος και την παροχή συμβουλών» καθώς επίσης, το ρόλο που θα έχουν οι λεγόμενοι ‘εθνικοί εμπειρογνώμονες’ που θα «συνεπικουρούν το έργο της Τρόικας».
Στην απάντηση, που υπογράφει ο ίδιος ο κ. Ρέν υπογραμμίζεται ότι «υπό την πολιτική καθοδήγηση του αντιπροέδρου, που είναι αρμόδιος για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις, η Επιτροπή έχει εξασφαλίσει τη συνεχή παρακολούθηση των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα και των απαιτήσεων σχετικά με την πολιτική που έχει συμφωνηθεί, σε διαρκή επαφή με τις ελληνικές αρχές, και σε συνεργασία με το ΔΝΤ και την ΕΚΤ (τους άλλους δύο εταίρους της ‘τρόικας’).
Αυτή η συνεχής παρακολούθηση πραγματοποιείται από την Επιτροπή στις Βρυξέλλες, αλλά και από προσωπικό της που σταθμεύει στην Αθήνα, από το 2010.
Παράλληλα, ο κ. Ρεν, σημειώνει ότι ναι μεν η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου «δεν συνεπάγεται τη δημιουργία νέου οργάνου, για την παρακολούθηση του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής”, αλλά ότι “η Επιτροπή προτίθεται όντως να ενισχύσει τα κλιμάκια που ασχολούνται με την Ελλάδα, στις Βρυξέλλες και επιτόπου στην Αθήνα (σ.σ. δηλαδή, της Task Force με επικεφαλής τον κ. Ράιχενμπαχ)».
Απαντώντας στο ερώτημα για τους λεγόμενους «εθνικούς εμπειρογνώμονες» σημειώνει ότι «το ασχολούμενο με την παρακολούθηση της εφαρμογής κλιμάκιο της Επιτροπής στην Αθήνα μπορεί να περιλαμβάνει εθνικούς εμπειρογνώμονες, σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες για το προσωπικό που αποσπάται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή».