Την επομένη της ψήφισης του προϋπολογισμού, αλλά και στην αρχή μιας εβδομάδας με κρίσιμα, για την ελληνική υπόθεση, γεγονότα και συναντήσεις, ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, ανοίγει την κυβερνητική ατζέντα, μέσω της συνέντευξής του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ξεκινώντας από τον προϋπολογισμό, χαρακτηρίζει «εξαιρετικά χρήσιμη» τη συζήτηση που έγινε, υπό την έννοια ότι επέτρεψε να διαφανούν τα διαφορετικά πολιτικά σχέδια, κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα κύρια χαρακτηριστικά των οποίων και αναλύει διεξοδικά.
Όσον αφορά τη ΝΔ, την κατηγορεί χαρακτηριστικά ότι «παίζει τα ρέστα της για την αποτυχία της διαπραγμάτευσης, με αυτόν τον τρόπο, όμως, έχει κηρύξει ανένδοτο όχι ενάντια στην κυβέρνηση αλλά ενάντια στην ίδια τη χώρα». Και για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ειδικότερα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τον κατηγορεί ότι έχει εγκλωβιστεί σε ένα σχήμα να καταστροφολογεί διαρκώς αφενός, να εμμένει να ζητά εκλογές χωρίς λόγο αφετέρου.
Ενώ, ταυτόχρονα, υπογραμμίζει τις διαφορές ανάμεσα στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα για τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους νησιώτες, και εκείνες που είχε κάνει ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς το 2014. «Ο λογαριασμός για το 2014 έγραψε δημοσιονομικό κενό 2 δισεκατομμυρίων… η ανευθυνότητα του (κ. Σαμαρά) ευτυχώς δεν κόστισε στον ελληνικό λαό», υποστηρίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Καθώς όμως, θα συγκληθεί Σύνοδος Κορυφής της Ε.Ε. την ερχόμενη Πέμπτη, ο εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης προβλέπει με νόημα, «ο πολιτικός παράγοντας, όπως και στην πρώτη αξιολόγηση τον περασμένο Μάιο, δεν θα είναι απών από την τελική συμφωνία». Με την προσθήκη ότι «η Ευρώπη πρέπει να σταματήσει να πυροβολεί τα πόδια της».
Για την κρίσιμη καμπή στην οποία βρίσκεται τώρα η διαπραγμάτευση, αναγνωρίζει πως «ίσως να χρειαστούν και κάποιες περαιτέρω συζητήσεις οι οποίες, όμως, δεν θα διαταράξουν τον πολιτικό μας σχεδιασμό», όπως διαβεβαιώνει. Υπογραμμίζει όμως και τη δημόσια επιμονή του εκπροσώπου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Τζέρι Ράις, για την ανάγκη μικρότερων πλεονασμάτων, προσθέτοντας: «Αυτό που μένει, είναι να δούμε στην πράξη το Ταμείο να πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση και στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των θεσμών».
«Ψυχραιμία, ούτε πανικό, ούτε εθνικιστικές κορώνες, αλλά ούτε και σπιθαμή υποχώρησης σε θέματα αμφισβήτησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων», συστήνει εξάλλου έναντι της τουρκικής προκλητικότητας ο ίδιος.
Για το προσφυγικό, τέλος, επισημαίνει πως οι νησιώτες του Αιγαίου κρατούν ψηλά τις ευρωπαϊκές αξίες, τις οποίες ωστόσο δεν συμμερίζονται όλοι παρά τις διακηρύξεις για το φιλοευρωπαϊκό τους DNA, όπως υποστηρίζει, φέρνοντας ονομαστικά τα παραδείγματα του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά και των στελεχών της ΝΔ, Άδωνι Γεωργιάδη και του Μάκη Βορίδη.
Ακολουθεί η πλήρης συνέντευξης του Δημήτρη Τζανακόπουλου στον Νίκο Παπαδημητρίου για το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων:
– Ποια είναι τα πρώτα πολιτικά συμπεράσματα από την ψήφιση του προϋπολογισμού, κύριε υπουργέ;
«Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό είναι πάντα εξαιρετικά χρήσιμη. Επιτρέπει να διαφανούν τα διαφορετικά πολιτικά σχέδια, να χαραχτούν διαχωριστικές γραμμές, να κατατεθούν επιχειρήματα ώστε οι πολίτες να ακούσουν και να συγκρίνουν. Νομίζω ότι κατά τη χθεσινή συνεδρίαση ειδικά, κατέρρευσε οριστικά η προσπάθεια της ΝΔ να υπερασπιστεί το success story της. Αποδείχτηκε ότι όχι μόνο το πρόγραμμα που είχε συμφωνηθεί το 2012 δεν έβγαινε, αλλά και ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε δεσμεύσει τη χώρα για πρωτογενή πλεονάσματα με μέσο όρο περίπου 4% μέχρι το 2030. Ο υπουργός Οικονομικών κατέθεσε χθες, για την ιστορία, στα πρακτικά της Βουλής το Δεύτερο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής που πάνω του στηρίχτηκε το δεύτερο και σκληρότερο Μνημόνιο που έχει όλα τα σχετικά στοιχεία. Και κάπου εκεί νομίζω ότι έληξε αυτή η συζήτηση.
Από την άλλη μεριά, έγινε καθαρή η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του πολιτικού σχεδίου της κυβέρνησης και αυτού της αξιωματικής αντιπολίτευσης:
Το πρώτο είναι ένα σχέδιο αναδιανομής που έχει στον πυρήνα του την δίκαιη ανάπτυξη, τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας, την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τη στήριξη του κοινωνικού κράτους, παρά τους δεδομένους δημοσιονομικούς περιορισμούς.
Το δεύτερο είναι ένα σχέδιο που θέλει να επαναφέρει τις προτεραιότητες της καταστροφικής πενταετίας 2010-2014. Σκληρή λιτότητα, απολύσεις, περικοπές δαπανών, συνέχιση της διαδικασίας απορρύθμισης στην αγορά εργασίας. Είναι, λοιπόν, σαφείς οι διαχωριστικές γραμμές.
Ο κ. Μητσοτάκης, λοιπόν, δεν κατάφερε σε κανένα σημείο να πείσει. Επιμένει στην καταστροφολογία και την κινδυνολογία χωρίς όμως να έχει έρεισμα η κριτική του. Όλες του οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία έχουν διαψευστεί. Η εμμονή του να ζητά εκλογές δεν έχει καμία δικαιολόγηση. Στην πραγματικότητα έχει εγκλωβιστεί σε μια τακτική που δεν ωφελεί ούτε τον ίδιο, ούτε φυσικά τη χώρα. Αυτό που ξεκαθαρίστηκε χθες είναι ότι θα συνεχίσουμε τη σκληρή δουλειά και την προσπάθεια να βγάλουμε τη χώρα από την κρίση και την επιτροπεία με την κοινωνία όρθια».
– Σας κατηγορούν όμως ότι ψηφίσατε προϋπολογισμό λιτότητας και ότι οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού έχουν προεκλογικό χαρακτήρα.
«Είναι άσφαιρη η κριτική της ΝΔ και για τα δύο. Αρχικά για τον προϋπολογισμό του 2017. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% είναι χαμηλός. Όμως αυτό που έγινε χθες κατανοητό και γνωρίζουν οι πολίτες είναι ότι αν δεν είχε μεσολαβήσει η διαπραγμάτευση του 2015, θα είχαμε σήμερα δέσμευση για πρωτογενές πλεόνασμα 4,5%, δηλαδή 8 δισεκατομμύρια ευρώ. Η διαφορά είναι χαώδης, 5 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα θα έπρεπε να αφαιρεθούν από την ελληνική οικονομία. Εξάλλου, για πρώτη φορά κατά την περίοδο της κρίσης, ο προϋπολογισμός αυξάνει τις πιστώσεις για το κοινωνικό κράτος: Για την υγεία, την παιδεία, τα προγράμματα απασχόλησης, το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, την έρευνα αλλά και τις δημόσιες επενδύσεις. Είναι ένας προϋπολογισμός με σαφείς προτεραιότητες. Πάνω σε αυτές χτίζουμε και όσο τα πράγματα θα πηγαίνουν καλύτερα οι πολίτες θα το κατανοούν στην καθημερινότητά τους.
Όσο για τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού για τη διανομή της υπεραπόδοσης του πλεονάσματος δεν έχουν σε καμία περίπτωση προεκλογικό χαρακτήρα. Αντίθετα είναι μια κίνηση στήριξης των στρωμάτων που έχουν σηκώσει το βάρος της οικονομικής κρίσης αλλά και του προσφυγικού. Πρέπει να εστιάσουμε στη διαφορά μεταξύ της κίνησης αυτής και της καθόλου αντίστοιχης κίνησης του κ. Σαμαρά την άνοιξη του 2014. Σήμερα έχουμε διανομή της υπεραπόδοσης του πλεονάσματος χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η πορεία του προγράμματος και ο στόχος για το 2016. Αντίθετα το 2014 ο κ. Σαμαράς επέλεξε να μοιράσει χρήματα που δεν είχε. Δεν μοίρασε πλεόνασμα, όπως ισχυρίστηκε, αλλά ενέγραψε τις δαπάνες στον προϋπολογισμό του 2014 και έριξε το πρόγραμμα στα βράχια έχοντας προδιαγράψει την ήττα του. Η μόνη του μέριμνα ήταν να ναρκοθετήσει το έδαφος για την επόμενη κυβέρνηση. Ο λογαριασμός για το 2014 έγραψε δημοσιονομικό κενό 2 δισεκατομμυρίων και ευτυχώς μεσολάβησε η διαπραγμάτευση του 2015 που άλλαξε τους στόχους του προγράμματος. Η ανευθυνότητα του ευτυχώς δεν κόστισε στον ελληνικό λαό».
– Από εβδομάδα η διαπραγμάτευση αρχίζει και πάλι: Πόσο κοντά ή μακριά είμαστε στη συμφωνία;
«Η διαπραγμάτευση δεν σταμάτησε ποτέ. Στόχος δικός μας είναι, ει δυνατόν, να κλείσουμε τη διαδικασία της β’ αξιολόγησης πριν από το τέλος του έτους. Ίσως, όμως, να χρειαστούν και κάποιες περαιτέρω συζητήσεις οι οποίες, όμως, δεν θα διαταράξουν τον πολιτικό μας σχεδιασμό. Τελικός στόχος είναι η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εντός του πρώτου τριμήνου του 2017, ώστε να καταστεί δυνατή μια δοκιμαστική έξοδος στις αγορές το συντομότερο δυνατόν. Άλλωστε τα περισσότερα ζητήματα που αφορούν την τεχνική συμφωνία έχουν κλείσει, ενώ είμαι αισιόδοξος ότι αρκετά σύντομα θα κλείσουν και οι υπόλοιπες εκκρεμότητες στη βάση των αρχών που έχει περιγράψει επανειλημμένως τόσο ο πρωθυπουργός όσο και οι αρμόδιοι υπουργοί».
– Τις προηγούμενες ημέρες, ωστόσο, τόσο ο υπουργός Οικονομικών όσο και εσείς, κύριε εκπρόσωπε, υποστηρίξατε ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συμμάχησε στο Eurogroup με το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, αντί να ασκεί πίεση προς την κατεύθυνση αυτή. Η «μικρή Ελλάδα» μπορεί να βγει αλώβητη από αυτό το γύρο διαπραγμάτευσης;
«Η ελληνική κυβέρνηση εργάζεται αδιάκοπα για να υπάρξει συμφωνία εντός του χρονοδιαγράμματος. Επιπλέον, έχει καταστήσει σαφές ότι δεν συζητά νομοθέτηση επιπλέον μέτρων για μετά τη λήξη του προγράμματος. Είμαστε πεπεισμένοι -και εργαζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση- ότι θα βρεθεί μία χρυσή τομή μέσω των τεχνικών συζητήσεων αλλά και των πολιτικών πρωτοβουλιών που θα λάβει η κυβέρνηση το επόμενο διάστημα.
Όσον αφορά στη στάση που τηρεί το ΔΝΤ, με ενδιαφέρον είδαμε τη δημόσια επιμονή του εκπροσώπου του ΔΝΤ, Τζέρι Ράις, για την ανάγκη μικρότερων πλεονασμάτων, η οποία είναι σωστή. Αυτό που μένει, είναι να δούμε στην πράξη το Ταμείο να πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση και στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των θεσμών, αντί να πιέζει για νέα υφεσιακά μέτρα πέραν της λήξης του προγράμματος, τα οποία η ελληνική πλευρά έχει καταστήσει σαφές σε όλους τους τόνους πως δεν γίνονται αποδεκτά. Να σας θυμίσω ωστόσο, πως και το Μάιο, στην πρώτη αξιολόγηση, το ΔΝΤ πίεζε για τα ίδια μέτρα, αλλά τελικά υπήρξε συμφωνία χωρίς να υιοθετηθεί αυτή η άποψη».
– Έχετε προαναγγείλει την ανάληψη, εκ μέρους της κυβέρνησης, πολιτικών πρωτοβουλιών, έχετε υπαινιχθεί ότι επίκεινται πολιτικές εξελίξεις. Μπορείτε να γίνετε πιο συγκεκριμένος;
«Το 2017 αποτελεί προεκλογικό έτος για σημαντικές χώρες της Ευρώπης. Το βρετανικό και πρόσφατα το ιταλικό δημοψήφισμα έχουν ήδη προκαλέσει σημαντικούς τριγμούς στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και έχουν αυξήσει την πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα. Σε αυτό το θολό τοπίο κανείς δεν θέλει έναν νέο πυρήνα πολιτικής και οικονομικής αποσταθεροποίησης. Την ώρα, μάλιστα, που η Ελλάδα διανύει τα τελευταία μέτρα του μαραθωνίου και οι κοινωνικές αντοχές είναι εξαιρετικά περιορισμένες.
Η Ευρώπη, λοιπόν, πρέπει να σταματήσει να πυροβολεί τα πόδια της. Δεν υπάρχει πλέον πολιτικό κεφάλαιο στην Ευρώπη για καθυστερήσεις και κωλυσιεργίες με το ελληνικό πρόγραμμα. Την εβδομάδα αυτή έχουμε μπροστά μας τη Σύνοδο Κορυφής στην οποία θα υπάρξουν εποικοδομητικές συζητήσεις στην κατεύθυνση της επίτευξης πολιτικής συμφωνίας και για τη δεύτερη αξιολόγηση. Ο πολιτικός παράγοντας, όπως και στην πρώτη αξιολόγηση τον περασμένο Μάιο, δεν θα είναι απών από την τελική συμφωνία».
– Η αναφορά σας πάντως, σε «απαράβατους όρους» για τη λύση (π.χ. τη μη νομοθέτηση μέτρων για μετά το 2018) δεν αφήνει περιθώριο στο… αδιέξοδο;
«Εργαζόμαστε ώστε σύντομα να υπάρξει ένα σημείο ισορροπίας και ένας προωθητικός συμβιβασμός προκειμένου να περάσουμε στην επόμενη φάση. Θα πρέπει να κατανοήσουν όλες οι πλευρές ότι η Ελλάδα έχει κάνει υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, ότι έχει τηρήσει με απόλυτη συνέπεια τα συμφωνηθέντα και αυτή τη στιγμή είναι καθήκον των δανειστών της να τηρήσουν κι εκείνοι τις δεσμεύσεις τους. Το «Pacta sunt servanda», που συχνά πυκνά επικαλούνται ορισμένοι, δεσμεύει όλα τα μέρη. Η επίκληση του δεν είναι α λα καρτ».
– Κατηγορείτε τη Νέα Δημοκρατία ότι δεν σας στηρίζει σε κρίσιμα θέματα της διαπραγμάτευσης. Ποια η στόχευσή της, εκτιμάτε;
«Πρέπει να καταστεί σαφές πως δεν κατηγορούμε τη Νέα Δημοκρατία γιατί δεν μας στηρίζει, αλλά για τις πολιτικές και τις στρατηγικές επιλογές της. Η Νέα Δημοκρατία και ο κ. Μητσοτάκης δεν μπορεί να μας στηρίξει, πολύ απλά γιατί έχει αντιδιαμετρικά αντίθετη γραμμή και στόχευση στη διαπραγμάτευση.
Ο κ. Μητσοτάκης, όπως είπαν δημόσια τα ίδια τα στελέχη του κόμματός του, δεν επιθυμεί την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Εμείς από την άλλη θεωρούμε την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων απαραίτητη προϋπόθεση για την ενίσχυση των εργαζομένων, για την διεκδίκηση αυξημένου μεριδίου στον παραγόμενο πλούτο.
Η ΝΔ συμπαρατάσσεται με την οικονομική ολιγαρχία και χαρακτηρίζει «ιδεολογική εμμονή της Αριστεράς» την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την ώρα που εμείς δίνουμε μάχη με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον της κοινωνικής πλειοψηφίας των εργαζομένων, των ανέργων και των χαμηλοσυνταξιούχων.
Η ΝΔ, εξάλλου, παίζει τα ρέστα της για την αποτυχία της διαπραγμάτευσης. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, έχει κηρύξει ανένδοτο όχι ενάντια στην κυβέρνηση αλλά ενάντια στην ίδια τη χώρα. Στόχος του κ. Μητσοτάκη δεν είναι άλλος από το να μπορέσει να εφαρμόσει ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας. Αυτό είναι το 4ο Μνημόνιο, το οποίο επιθυμεί να χρεώσει στον ΣΥΡΙΖΑ. Ποια ακριβώς στήριξη μπορεί να παράσχει στην κυβέρνηση, λοιπόν, ο κ. Μητσοτάκης; Είναι το ακριβώς αντίθετο από ό,τι εκπροσωπούμε».
– Τι αντιτάσσουν ο ΣΥΡΙΖΑ και η ευρωπαϊκή Αριστερά στην περίοδο πολύ μεγάλης αβεβαιότητας, στην οποία έχει εισέλθει η Ευρώπη; Πόσο κρίσιμη είναι η συνεννόηση με τη σοσιαλδημοκρατία;
«Σε μία περίοδο που ο ευρωσκεπτικισμός και η ακροδεξιά κερδίζουν έδαφος στην Ευρώπη της λιτότητας η Αριστερά διατυπώνει το μοναδικό αξιόπιστο σχέδιο εξόδου από την κρίση. Οι διαρκείς και καθημερινές μάχες για την κοινωνική ισότητα και αλληλεγγύη με επίκεντρο την κοινωνική πλειοψηφία, είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να ανακόψει τις δυνάμεις του σκοταδισμού. Πρέπει, ωστόσο, να αντιληφθούν όλοι στην Ευρώπη τους λόγους για τους οποίους ο ευρωσκεπτικισμός και η ακροδεξιά κερδίζουν έδαφος. Η επιμονή στη λιτότητα και η προσκόλληση στο νεοφιλελεύθερο δόγμα, στα οποία δέσμευσε τους ευρωπαϊκούς λαούς η ηγεμονία των συντηρητικών δυνάμεων, αποδείχθηκε ότι δεν μπορεί να είναι η λύση. Όπως επίσης αποδείχθηκε ότι εάν η σοσιαλδημοκρατία δεν αναζητήσει νέες προοδευτικές συμμαχίες στα αριστερά της θα συρρικνωθεί και θα αφήσει την κοινωνία έρμαιο μεταξύ ακροδεξιών και νεοφιλελεύθερων δυνάμεων.
Σε αυτό το εύθραυστο σκηνικό ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ευρωπαϊκή Αριστερά δίνουν ακόμη και εντός ασφυκτικών δημοσιονομικών πλαισίων καθημερινές μάχες τόσο σε επίπεδο κοινωνίας όσο και σε επίπεδο συσχετισμών για την αναδιάταξη των πολιτικών συμμαχιών. Έχουμε κάνει σημαντικά βήματα, αλλά δεν μπορούμε να εφησυχάζουμε, διότι ο αγώνας είναι δύσκολος και διαρκής».
– Από πολλές πλευρές διαπιστώνεται ότι η Άγκυρα ανοίγει διάφορα «μέτωπα» στις σχέσεις της με τους γείτονές της. Η Αθήνα πώς αντιδρά και πώς θα αντιδράσει στη συνέχεια, εφόσον συνεχίσει στον ίδιο δρόμο η τουρκική πλευρά;
«Η τουρκική προκλητικότητα, είτε αυτή αποσκοπεί στην ικανοποίηση εσωτερικού ακροατηρίου και πολιτικών σκοπιμοτήτων, είτε στη διασάλευση των διεθνών σχέσεων πρέπει να αντιμετωπιστεί με ψυχραιμία. Ούτε πανικός, ούτε εθνικιστικές κορώνες αλλά ούτε και σπιθαμή υποχώρησης σε θέματα αμφισβήτησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Ο μόνος τρόπος για την αποφυγή της κλιμάκωσης είναι να δουλέψουμε όλοι στην κατεύθυνση της συνεννόησης.
Δηλώσεις όπως οι πρόσφατες που έχουμε δει από την πλευρά της Τουρκίας για τη συνθήκη της Λωζάννης δεν προάγουν το πνεύμα συνεργασίας ούτε με τη χώρα μας αλλά ούτε και με την Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας νοτιοανατολικό σύνορο είναι η Ελλάδα.
Η ελληνική κυβέρνηση από κοινού με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διεθνή κοινότητα, παραμένει προσηλωμένη στην τήρηση του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών συνθηκών».
– Σε συνέχεια του προηγούμενου, πώς η ελληνική Πολιτεία θα αντιμετωπίσει τις ανοιχτές «πληγές» του προσφυγικού ζητήματος; Ανησυχείτε για ραγδαία αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που περνούν στα ελληνικά νησιά;
«Μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης είναι η τήρηση της συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας που παρά τις προφανείς δυσκολίες έχει συμβάλει στην αποκλιμάκωση της κρίσης. Το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα δεν αποτελεί διμερές πρόβλημα της Ελλάδας με την Τουρκία αλλά μία παγκόσμια και ευρωπαϊκή κρίση, η οποία μόνο με διεθνή συνεργασία μπορεί να αντιμετωπιστεί. Πρέπει ωστόσο να καταστεί σαφές προς όλες τις πλευρές ότι η προσφυγική κρίση δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελέσει υπομόχλιο εκβιασμών.
Η ελληνική κυβέρνηση από την πλευρά της στηρίζει με όλες της τις δυνάμεις τόσο τη συμφωνία όσο και τα ελληνικά νησιά που στις πλάτες τους σηκώνουν ολόκληρη την Ευρώπη. Ο πρωθυπουργός προχθές εξήγγειλε το ελάχιστο, το αυτονόητο. Αναστέλλουμε την εφαρμογή του αυξημένου ΦΠΑ στα νησιά του βορείου και ανατολικού Αιγαίου για τους ανθρώπους που καθημερινά δείχνουν το πρόσωπο της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης, κρατώντας ψηλά τις ευρωπαϊκές αξίες.
Αξίες τις οποίες ωστόσο δεν συμμερίζονται όλοι παρά τις διακηρύξεις για το φιλοευρωπαϊκό τους DNA. Και για να γίνω συγκεκριμένος, αναφέρομαι στη Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά, του Άδωνι Γεωργιάδη και του Μάκη Βορίδη. Διότι εάν είχαν επικρατήσει οι δικές τους πολιτικές και απόψεις, η προσφυγική κρίση θα είχε μετατραπεί από παγκόσμιο σε εσωτερικό πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας».