«Οφείλουμε να αποκαταστήσουμε ή μάλλον να αρχίσουμε να αποκαθιστούμε την ακεραιότητα της μνήμης του που είναι τμήμα του εθνικού κεκτημένου», γράφει για τον Ανδρέα Παπανδρέου, σε άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής», ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, στο άρθρο του που τιτλοφορείται «Η ακεραιότητα της μνήμης του Ανδρέα Παπανδρέου», αναφέρεται στις σχέσεις του με τον ιδρυτή του Κινήματος από το 1989, αλλά και την πολιτική πορεία του Ανδρέα Παπανδρέου μετά το 1993, όταν ξαναβρέθηκε στο τιμόνι της χώρας.
Αναλυτικά το άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου για τον Ανδρέα Παπανδρέου στο «ΒΗΜΑ της Κυριακής»…
«Συνδέθηκα πολιτικά και προσωπικά με τον Ανδρέα Παπανδρέου υπό συνθήκες ριζικά διαφορετικές από αυτές που ισχύουν για τα περισσότερα ηγετικά και ιστορικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Βρέθηκα κοντά του το 1989, όταν βίωνε τη δύσκολη εμπειρία της ήττας και της απομόνωσης, κατηγορούμενος ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου. Όταν πολλοί κρατούσαν αποστάσεις, λίγοι υπερασπίζονταν την τιμή του και ακόμη λιγότεροι διατύπωναν επιστημονικό και πολιτικό λόγο για τα κρίσιμα θέματα.
Υπό τέτοιες συνθήκες όλα γίνονται πιο δραματικά αλλά και πιο αυθεντικά. Φαίνεται ευκρινέστερα η αντίληψη που έχει ένα τέτοιο πρόσωπο για τη σχέση του με την Ιστορία και τη μοίρα. Φαίνεται η αντοχή του απέναντι στην ευτέλεια και στην προδοσία. Αποκτά νόημα το αποστολικό «έξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι».
Είχα την τύχη να συζητήσω μαζί του πολλές φορές με τρόπο και για θέματα που βρίσκονται πολύ μακριά από τα στερεότυπα -είτε λατρευτικά είτε απαξιωτικά- που κυριάρχησαν ως προς τη φυσιογνωμία του. Ήταν εμφανής ο βαθύτερος σεβασμός του για την Ιστορία που δεν καθοδηγείται ούτε προκαταλαμβάνεται ως προς την τελική της κρίση για πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις.
Ήταν για εμένα προφανής ο τρόπος με τον οποίο θα ασκούσε την πρωθυπουργική του εξουσία και ευθύνη μετά την ολική επαναφορά του 1993. Ο ύστερος Ανδρέας Παπανδρέου διηύθυνε πολιτικά από το 1993 ως το 1995 ένα εξαιρετικά δύσκολο και φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσιονομικής, μακροοικονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής καθώς παρέλαβε μια οικονομία με πληθωρισμό 14% και επιτόκια χορηγήσεων 25%. Έθεσε και υπηρέτησε τους στόχους της συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ και της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ. Κίνησε τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος την 1η Ιανουαρίου 1995 ως πρόταση πολιτικής συμφιλίωσης και θεσμικής συναίνεσης μετά την εμπειρία της περιόδου 1989-1994. Ανέλαβε πρωτοβουλίες εξομάλυνσης σε διάφορα μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία όταν έχασε τις δυνάμεις του αφήνοντας ανοιχτές όλες τις πιθανές εξελίξεις.
Ο ύστερος Ανδρέας Παπανδρέου διαμόρφωσε τις αρχικές προϋποθέσεις για την πολιτική που εφάρμοσε η κυβέρνηση Κ. Σημίτη από το 1996 ως τις εκλογές του 2004. Αυτή είναι μια διάσταση της πολιτικής του παρακαταθήκης που δεν μνημονεύεται συχνά.
Έχω πολλές φορές αναρωτηθεί τι θα έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου αν βρισκόταν αντιμέτωπος με τις καταστάσεις και τα δραματικά διλήμματα του 2009-2011. Δεν θα παρασυρθώ σε αυθαίρετες υποθέσεις. Δικαιούμαι όμως να σημειώσω ότι το πρόταγμά του μετά το 1993 ήταν σαφές.
Είκοσι χρόνια μετά το θάνατό του οφείλουμε να αποκαταστήσουμε ή μάλλον να αρχίσουμε να αποκαθιστούμε την ακεραιότητα της μνήμης του που είναι τμήμα του εθνικού κεκτημένου. Την ακεραιότητα μιας μνήμης που ο ίδιος δεν είχε τη ματαιοδοξία να τη θέλει αποστειρωμένη. Μιας μνήμης που ήξερε ότι μπορεί να καταστεί «μελιζόμενη» αλλά «μη διαιρούμενη», γιατί ήξερε πολύ καλά να είναι διαλεκτικός ή μάλλον αποφατικός ως σχετικιστής κοσμοπολίτης διανοούμενος και ως βαθιά Έλληνας».