Με την επιδίωξη να υπάρξει συμφωνία μέχρι τον Ιανουάριο, θα γίνουν οι συζητήσεις στο πλαίσιο της οριοθέτησης, ώστε Ελλάδα και Τουρκία να μπορέσουν στη συνέχεια να συζητήσουν και την ουσία για την υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, αναφέρει ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κυριακής».
Σημειώνει δε πως πιθανώς το Νοέμβριο θα συζητήσει στην Αθήνα με τον Τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν τα επόμενα βήματα για την πιθανή προώθηση των συζητήσεων.
Ο κ. Γεραπετρίτης τονίζει χαρακτηριστικά ότι στη διπλωματία «μόνον η κίνηση παράγει ωφέλιμη ενέργεια. Υπογραμμίζει δε ότι δεν τίθεται ζήτημα συνέχισης των διερευνητικών επαφών, καθώς «έχει προκύψει ότι το τέλος κάθε γύρου μας έβρισκε ενίοτε σε χειρότερη θέση σε σχέση με την αρχή του».
Όπως αναφέρει ο υπουργός Εξωτερικών, Αθήνα και Άγκυρα βρίσκονται περίπου 15 μήνες μετά την απόφαση που ελήφθη από τους ηγέτες τους «να εκκινήσει με τρόπο δομημένο ο ελληνοτουρκικός διάλογος και να μπουν οι διμερείς μας σχέσεις σε ένα διαφορετικό μονοπάτι».
«Μηδενισμός των παραβιάσεων του εναέριου χώρου»
Το αποτέλεσμα είναι, όπως τονίζει, να έχει επιτευχθεί «ένα επίπεδο επαρκούς εμπιστοσύνης, με ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας για να προλαμβάνουμε κρίσεις» και αναφέρει χαρακτηριστικά το μεταναστευτικό, την πολιτική προστασία και τη θετική ατζέντα, ενώ καταγράφεται ουσιαστικός μηδενισμός των παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου.
«Το κλίμα αυτό επιβεβαιώνει τη βούλησή μας να συμβάλουμε στην εδραίωση της ηρεμίας και ασφάλειας στη γειτονιά μας, η οποία βρίσκεται εν μέσω δύο πολεμικών συγκρούσεων. Αυτή τη στιγμή οι δύο υπουργοί Εξωτερικών έχουμε λάβει εντολή να αξιολογήσουμε αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να προχωρήσουμε στην ουσιαστική συζήτηση για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ».
Όπως εξηγεί, «οι προϋποθέσεις συνδέονται με το περιεχόμενο της συζήτησης, που μπορεί να αφορά μόνο το συγκεκριμένο ζήτημα, τις γενικές αρχές που θα εφαρμοσθούν για την οριοθέτηση, ήτοι την πλήρη εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, το χρονοδιάγραμμα και τη μορφή του διαλόγου και την τυχόν παραπομπή σε διεθνή δικαιοδοσία, που θα μπορούσε να είναι το τέλος αυτής της διαδρομής στη βάση συνυποσχετικού» και αναφέρει πως θα τα συζητήσει όλα αυτά με τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας σε επίσκεψή του στην Αθήνα, πιθανόν εντός του Νοεμβρίου.
Η συζήτηση, όπως τονίζει, δεν καταλαμβάνει το θέμα των εθνικών χωρικών υδάτων, το οποίο ως ζήτημα κυριαρχίας δεν περιλαμβάνεται στον ελληνοτουρκικό διάλογο και η επέκτασή τους αποτελεί «κυριαρχικό και αναφαίρετο δικαίωμα της ελληνικής πολιτείας με τον τρόπο και κατά τον χρόνο που θα κριθεί κατάλληλος».
«Υπάρξει σύμπτωση σε σχέση με το πλαίσιο της οριοθέτησης, οι δύο ηγέτες θα δώσουν, εάν το κρίνουν, ειδική εντολή κατά τη διάρκεια του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, που προγραμματίζεται για τον Ιανουάριο στην Αγκυρα, για να αρχίσουν οι ουσιαστικές συζητήσεις. Εάν δεν υπάρξει συμφωνία των μερών για το πλαίσιο, η συζήτηση για την οριοθέτηση δεν θα προχωρήσει και θα προσπαθήσουμε να συντηρήσουμε το σχετικά καλό κλίμα», αναφέρει.
Σε σχέση με τις διερευνητικές επαφές, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Δεν σκοπεύουμε να πάμε στον 65ο γύρο. Επί 21 χρόνια και έπειτα από 64 γύρους διερευνητικών επαφών δεν μπορέσαμε να φθάσουμε σε ένα επίπεδο συζήτησης με την Τουρκία, όχι για την ουσία, αλλά ούτε καν για τη διαδικασία».
«Το τέλος κάθε γύρου μάς έβρισκε ενίοτε σε χειρότερη θέση σε σχέση με την αρχή του. Έχει αποδειχθεί πλέον ιστορικά ότι στα σύνθετα θέματα εξωτερικής πολιτικής η αδράνεια είναι συνήθως επιζήμια. Μόνον η κίνηση παράγει ωφέλιμη ενέργεια», υπογραμμίζει.
«Δεν περιμέναμε ότι η Τουρκία από τη μια μέρα στην άλλη θα αποστεί από τις βασικές υποκείμενες θέσεις και διεκδικήσεις της, που έχουν αναπτυχθεί εδώ και δεκαετίες», σημειώνει και τονίζει πως η Διακήρυξη των Αθηνών, που υπεγράφη τον Δεκέμβριο του 2023, ρητώς αναφέρει ότι τα μέρη δεν παραιτούνται από τις βασικές νομικές τους θέσεις.
«Η διαφορά είναι ότι οι ελληνικές θέσεις ερείδονται απολύτως στο διεθνές δίκαιο, ιδίως δε στο δίκαιο της θάλασσας, και για τον λόγο αυτό εμμένουμε στην πιστή εφαρμογή του. Η Ελλάδα ουδέποτε αναγνώρισε ούτε πρόκειται να αναγνωρίσει τις τουρκικές αξιώσεις, όπως αυτές που εκπηγάζουν από το παράνομο και ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο».
Αναφορικά με την επανέναρξη της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αναφέρει πως «δεν είναι διμερές ζήτημα, αλλά ζήτημα οικουμενικής απαίτησης, σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας».
«Εφόσον πραγματοποιηθεί, θα είναι μια κίνηση ουσίας και υψηλού συμβολισμού, την οποία και θα καλωσορίσουμε», σημειώνει και προσθέτει πως η Ελλάδα δεν ασκεί συναλλακτική εξωτερική πολιτική, αλλά πολιτική αρχών και αξιών
Ερωτηθείς για το αν υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα πολιτική ατμόσφαιρα που να επιτρέπει συζήτηση για συμβιβασμούς στα ελληνοτουρκικά, σημειώνει πως «στην υποστήριξη των θέσεών μας δεν χρειάζεται συμβιβασμός, διότι ερείδονται στο διεθνές δίκαιο».
Στην πολιτική, αναφέρει, υπάρχουν δύο δρόμοι. «Ο δρόμος της εύκολης ρητορείας που επιδιώκει το εύπεπτο και ευήκοο και ο δρόμος της ειλικρίνειας που σέβεται την αλήθεια και κατατείνει στο ωφέλιμο. Η επιλογή της κυβέρνησης, όπως και όλου του πολιτικού συστήματος ελπίζω, είναι η δεύτερη. Διότι εθνικό είναι το αληθές».
«Εχουμε τη γνώση, την αυτοπεποίθηση και τη φρόνηση να συζητούμε με την Τουρκία. Εχουμε, όμως, και ένα πολύ ισχυρό διεθνές κεφάλαιο, το οποίο έχουμε κατακτήσει με τη συνέπειά μας και την αδιαπραγμάτευτη θέση μας υπέρ της καθολικής εφαρμογής του διεθνούς δικαίου. Για τον λόγο αυτό η εποχή προσφέρεται για την Ελλάδα να παρίσταται ενεργητικά διεθνώς και να συζητεί για τα δύσκολα διμερώς. Και αισθάνομαι ότι σε αυτή τη διάθεση βρίσκεται και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Που αντιλαμβάνεται την αξία της μακρόχρονης ειρήνης και της σταθερότητας, όταν μάλιστα η περιοχή μας και ο κόσμος ολόκληρος ταλανίζεται από πολέμους και ασύμμετρες κρίσεις. Η κυβέρνηση αυτή έχει αποδείξει ότι είναι για τα δύσκολα».
Ο κ. Γεραπετρίτης αναφέρει ακόμη ότι τα θαλάσσια πάρκα θα προχωρήσουν βάσει αρχικού σχεδιασμού τους και εξελίσσεται σταδιακά η τεχνική μελέτη για τον καθορισμό των ορίων τους. «Θα υλοποιηθούν, όχι με γεωπολιτικά, αλλά με καθαρά περιβαλλοντικά κριτήρια».
Το πρόγραμμα της ηλεκτρικής διασύνδεσης μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου είναι ένα έργο αμοιβαίου ενδιαφέροντος για την Ε.Ε., η οποία το συγχρηματοδοτεί, αναφέρει. «Από τη στιγμή που οι αρμόδιες πολιτικές ηγεσίες συμφώνησαν επί των ουσιαστικών οικονομικών πτυχών του και οι Ρυθμιστικές Αρχές Ενέργειας Ελλάδας και Κύπρου διευθέτησαν τα τελευταία ζητήματα, το έργο προχωρεί κανονικά. Η Ελλάδα δεν υπαναχωρεί σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό της».
Ερωτηθείς για το Κυπριακό, χαρακτηρίζει την άτυπη συνάντηση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ με τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη εντός του μηνός θετική εξέλιξη και προσθέτει πως η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων δημιουργεί καλύτερες συνθήκες για την επανεκκίνηση των συζητήσεων.
«Μόνο μέσα από τον παραγωγικό διάλογο μπορεί να υπάρξει βιώσιμη λύση, βεβαίως στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ποτέ καμία συζήτηση δεν τελείωσε πριν ξεκινήσει».
«Μια πιο ευρωπαϊκή Αλβανία θα είναι καλύτερος γείτονας για την Ελλάδα»
Αναφορικά με την Αλβανία αναφέρει πως «είναι προς το συμφέρον των πολιτών μας να εργαζόμαστε για τη βελτίωση των σχέσεών μας» και «στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η έναρξη των διαπραγματεύσεων επί της πρώτης δέσμης ενταξιακών κεφαλαίων που αφορούν τα θεμελιώδη δικαιώματα και το κράτος δικαίου».
«Η Ελλάδα θα παρακολουθήσει την αξιολόγηση, ιδίως κατά το μέρος της πιστής τήρησης του κοινοτικού κεκτημένου και του σεβασμού των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, που αποτελούν πυλώνα του κράτους δικαίου. Μία πιο ευρωπαϊκή Αλβανία θα είναι καλύτερος γείτονας για την Ελλάδα».
«Θεωρούμε μονόδρομο τη στήριξη του ευρωπαϊκού οράματος όλων των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων, περιλαμβανομένης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», αναφέρει.
«Απαραίτητη προϋπόθεση για την πορεία αυτή είναι ο σεβασμός από κάθε υποψήφια χώρα του συνόλου του διεθνούς δικαίου και, ειδικά για τη Βόρεια Μακεδονία, η πλήρης και καλή τη πίστει τήρηση των διεθνών συμφωνιών, κατεξοχήν της Συμφωνίας των Πρεσπών. Επιλεκτική εφαρμογή των διεθνών συνθηκών κλονίζει την περιφερειακή και διεθνή αρχιτεκτονική ασφαλείας και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Ε.Ε.».
Τέλος, αναφερόμενος στην κατάσταση στη Μέση Ανατολή, χαρακτηρίζει «απολύτως καταδικαστέα» την επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ και σημειώνει πως η διάχυση των εχθροπραξιών στη Μέση Ανατολή προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία.
«Η χώρα μας, ασκώντας εξωτερική πολιτική που βασίζεται σε αρχές και, ιδίως, στην πιστή εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, συνομιλεί με όλες τις πλευρές και αποτελεί πυλώνα σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή».
«Είναι απαραίτητο να εξαντλήσουμε κάθε διπλωματικό περιθώριο προς την κατεύθυνση της άμεσης επίτευξης ειρήνης. Και τούτο θα επιδιώξουμε και μέσω της συμμετοχής μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας ΟΗΕ τη διετία 2025-2026. Μεγάλη πρόκληση, αλλά και μεγάλη ευθύνη. Χωρίς συμβιβασμούς, αλλά με γνώση και αυτοπεποίθηση, ισχυροποιούμε τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο», καταλήγει.