Η Τζένη Καρέζη γεννήθηκε σαν σήμερα πριν από ενενήντα χρόνια. Γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου του 1932 στην Αθήνα και το πραγματικό της όνομα ήταν Ευγενία Καρπούζη. Με αφορμή την γέννηση της, η Φίνος Φιλμ ετοίμασε ένα αφιερωματικό βίντεο στην Τζένη Καρέζη γεμάτο από τρυφερές στιγμές με τον Κώστα Καζάκο.
Το βίντεο που αναρτήθηκε στα social media συνοδεύεται από τη λεζάντα: «Αντιφατική, εκρηκτική και ασυμβίβαστη, με σπάνια ομορφιά και δυναμική ψυχή, η Τζένη Καρέζη δεν ήταν το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1934 και τη θυμόμαστε μέσα από τρυφερές της στιγμές με τον Κώστα Καζάκο στην Φίνος Φιλμ».
Ποια ήταν η Τζένη Καρέζη
Η Τζένη Καρέζη (γεννημένη ως Ευγενία Καρπούζη (Αθήνα 12 Ιανουαρίου 1932 – 26 Ιουλίου 1992) ήταν μία από τις δημοφιλέστερες Ελληνίδες ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου, με σημαντική αντιδικτατορική δράση αλλά και σημαντική θεατρική επιχειρηματίας. Υπήρξε ένα από τα εμπορικότερα και πιο ακριβοπληρωμένα ονόματα του κινηματογράφου και του θεάτρου.
Ο πατέρας της, σύμφωνα με τη wikipedia Κωνσταντίνος Καρπούζης, ήταν γυμνασιάρχης και μαθηματικός με καταγωγή από το Μεσολόγγι και η μητέρα της, Θεώνη Καρπούζη (το γένος Λάφη), δασκάλα. Πέρασε τα σχολικά της χρόνια πρώτα στη Θεσσαλονίκη, εσωτερική στην «Ελληνογαλλική σχολή Καλογραιών Καλαμαρί» και κατόπιν στην Αθήνα, στην Ελληνογαλλική Σχολή «Άγιος Ιωσήφ».
Ως μαθήτρια έπαιξε στο έργο «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο θέατρο Rex, σε μια παράσταση των τελειοφοίτων της Σχολής «Άγιος Ιωσήφ». Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου για να πρωταγωνιστήσει επί τέσσερις δεκαετίες στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
Η Τζένη Καρέζη, παρά την αρνητική στάση του πατέρα της, κατάφερε και μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1951. Δάσκαλοι της ήταν οι Δημήτρης Ροντήρης (ο οποίος ήταν και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου), Άγγελος Τερζάκης, Γεώργιος Παππάς, Έλεν Τσουκαλά, Κωστής Μιχαηλίδης, Πέλος Κατσέλης κ.ά.
Τον Οκτώβριο του 1954 έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο, στο έργο «Ωραία Ελένη», δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Την ίδια χρονιά έπαιξε πλάι στην Κατίνα Παξινού στο έργο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα».
Το 1955 πρωτοεμφανίζεται στον κινηματογράφο, συμμετέχοντας -ως πρωταγωνίστρια μάλιστα- στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Η ταινία σημείωσε μεγάλη επιτυχία, κάτι που έδωσε το έναυσμα να γυριστεί και η συνέχειά της, το Λατέρνα, φτώχεια και γαρίφαλο το 1957. Η ταινία αυτή αποτέλεσε το πρώτο σίκουελ στον Ελληνικό κινηματογράφο.
Στο Εθνικό Θέατρο έμεινε μέχρι το 1959. Από το 1960 στράφηκε στο ελεύθερο θέατρο, συγκροτώντας θιάσους με όλα σχεδόν τα διάσημα ονόματα του ελληνικού θεάτρου, όπως ενδεικτικά τον Κώστα Μουσούρη. Παράλληλα με την εμπορική άνθιση του Ελληνικού κινηματογράφου, η Τζένη Καρέζη καθιερωνόταν ως μια από τις μεγαλύτερες σταρ της Ελλάδας. Ο Τύπος της εποχής την έχρισε ως «το αντίπαλον δέος» της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Ωστόσο η μεγαλύτερη δύναμη της Καρέζη βρισκόταν πάντα στο θέατρο, ενώ αντίθετα της Αλίκης στον κινηματογράφο. Στον κινηματογράφο γύρισε συνολικά 33 ταινίες. ο 1963 ήταν μια χρονιά σταθμός για την κινηματογραφική της καριέρα. Πρωταγωνίστησε στην ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Τα κόκκινα φανάρια».
Το 1966 γύρισε τη μοναδική ξενόγλωσση ταινία της «Μια σφαίρα στην καρδιά», ελληνογαλλικής παραγωγής σε σκηνοθεσία Ζαν Ντανιέλ Πολέ και με μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Η ταινία αποδείχθηκε εμπορική αποτυχία, όπως και η επόμενη ταινία της, το «Εκείνος και Εκείνη» της Φίνος Φιλμ.
Το 1967 συμπρωταγωνίστησε για πρώτη φορά με τον Κώστα Καζάκο στο πολεμικό δράμα «Κοντσέρτο για πολυβόλα». Η ταινία είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, κόβοντας συνολικά 427.698 εισιτήρια. Το 1972 γύρισε την ταινία «Ερωτική συμφωνία» σε σενάριο δικό της και σκηνοθεσία Κώστα Καζάκου. Η «Λυσιστράτη» ήταν η τελευταία κινηματογραφική ταινία της.
Το κεφάλαιο πολιτική
Η πολιτικοποίηση της Τζένης Καρέζη φαίνεται να ξεκινάει, έστω και ακόμα χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, από την θεατρική παράσταση «Βίβα Ασπασία» (1966) του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Παρά την αρχική κοσμοπλημμύρα των θεατών, οι οποίοι αποθέωναν τους συντελεστές, ξεκίνησε μια συντονισμένη επίθεση από κριτικούς της εποχής, χαρακτηρίζοντας το έργο ως «επαίσχυντη ύβρις προς την Εθνική Αντίσταση!». Το κοινό διαβάζοντας τις κριτικές τρόμαξε, φοβούμενο ότι στηρίζει ένα «εθνικό αμάρτημα». Οι επιστολές συμπαράστασης από προοδευτικούς πολιτικούς, συγγραφείς και καλλιτέχνες δεν στάθηκαν ικανές να ανατρέψουν την δυσφήμηση του έργου. Η «Βίβα Ασπασία» κατέβηκε άρον-άρον. Η Καρέζη συνειδητοποίησε για πρώτη φορά, ότι το θέατρο και η πολιτική δεν είναι χώροι άσχετοι μεταξύ τους.
Στη συνέχεια, λόγω των ιστορικών πολιτικών γεγονότων και κυρίως μετά τον γάμο της με τον Κώστα Καζάκο, η Τζένη Καρέζη απέκτησε έντονη πολιτική συνείδηση, με δράση και συμμετοχή στα κοινά.
Ήταν στρατευμένη στο κομμουνιστικό κίνημα, συμμετέχοντας σε πολλές πορείες ειρήνης. Στα χρόνια της Χούντας συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Το 1973 ανέβασε μαζί με τον σύζυγό της Κώστα Καζάκο το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο». Ήταν μια επιθυμία του ζευγαριού να μιλήσει με κάποιο τρόπο ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς, που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα. Το θεατρικό μπόρεσε να περάσει από την επιτροπή λογοκρισίας, έχοντας δοθεί στους υπεύθυνους με μπερδεμένες τις σκηνές του έργου, ώστε να μην βγαίνει κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Η επιτροπή λογοκρισίας έδωσε την έγκριση και το έργο έκανε πρεμιέρα στις 22 Ιουνίου 1973 στο Θέατρο Αθήναιον απέναντι από το Πολυτεχνείο. Η μεγάλη προσέλευση θεατών και φοιτητών προκάλεσε το ενδιαφέρον των αστυνομικών αρχών. Έτσι διαπίστωσαν ότι ενέκριναν στην πραγματικότητα ένα αντικαθεστωτικό έργο. Σύντομα οι Καρέζη, Καζάκος, Καμπανέλλης και άλλοι συντελεστές καλούνταν όλο και συχνότερα από τους ανακριτές ώστε να δώσουν εξηγήσεις. Με τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και την υιοθέτηση των συνθημάτων της παράστασης από τους φοιτητές («Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία», «Φωνή Λαού – Οργή Θεού») η Καρέζη συνελήφθη και οδηγήθηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ Νέας Φιλαδελφείας, όπου και κρατήθηκε στην απομόνωση από τις 22 Νοεμβρίου ως τις 15 Δεκεμβρίου 1973.
Αμέσως μετά την πτώση της Χούντας η Καρέζη συμμετείχε στη μεγάλη εκδήλωση συμπαράστασης για την Κύπρο στο Παναθηναϊκό Στάδιο (24 Σεπτεμβρίου 1974). Επίσης συμμετείχε στην Δημοκρατική Αντιμοναρχική Ένωση κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος για το πολίτευμα. Λόγω της πολιτικής της δράσης ήταν αποκλεισμένη από την ΥΕΝΕΔ, όπως το 1975 που κόπηκε η ταινία «Δεσποινίς Διευθυντής» (Φεβρουάριος 1975).
Η προσωπική ζωή της Τζένης Καρέζη
Ο πρώτος της γάμος ήταν με τον δημοσιογράφο Ζάχο Χατζηφωτίου . Ο γάμος τους έγινε στις 7 Μαΐου 1962 στην Κρύπτη Αγίας Φιλοθέης με κουμπάρα την Μάγια Καλλιγά, ενώ το γαμήλιο πάρτι δόθηκε στο ξενοδοχείο Auberge στη Βαρυμπόμπη. Η Καρέζη φορούσε νυφικό δημιουργίας του Έλληνα σχεδιαστή Ντίμη Κρίτσα, με τον οποίο διατηρούσε φιλική και επαγγελματική σχέση. Το ταξίδι του μέλιτος έγινε στο Παρίσι.
Ο γάμος τους δεν είχε διάρκεια, καθώς όπως υποστήριξε ο Χατζηφωτίου είχαν μεγάλη διαφορά στον τρόπο ζωής τους. Από τη μία τα συχνά επαγγελματικά ταξίδια του Χατζηφωτίου και από την άλλη οι επαγγελματικές υποχρεώσεις της Καρέζη δημιούργησαν απόσταση στο ζευγάρι, που οδήγησε στο διαζύγιο.
Το 1966 κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Κοντσέρτο για πολυβόλα» του Ντίνου Δημόπουλου, παραγωγής Φίνος Φιλμ γνώρισε και ερωτεύτηκε τον συμπρωταγωνιστή της Κώστα Καζάκο. Η σχέση επισημοποιήθηκε στις 5 Αυγούστου 1968, με το γάμο τους να τελείται παρουσία λίγων και αγαπημένων ανθρώπων τους. Η ζωή της άλλαξε και άνοιγε μπροστά της ένα νέο κεφάλαιο, που την έκανε να νιώθει σύμφωνα και με δικές της δηλώσεις ολοκληρωμένη. Τον επόμενο χρόνο (25 Απριλίου 1969) η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος απέκτησαν ένα γιο, τον Κωνσταντίνο Καζάκο, που μετέπειτα ακολούθησε επίσης την υποκριτική. Η Καρέζη και ο Καζάκος παρέμειναν μαζί ως τον πρόωρο θάνατο της το 1992.