Ένας από τους ευκολότερους τρόπους για να μειώσουμε την αρτηριακή πίεση (υπέρταση) και κατά συνέπεια τους κινδύνους που συνδέονται με αυτήν, όπως το εγκεφαλικό επεισόδιο, τις καρδιαγγειακές παθήσεις και τη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, είναι η μείωση της πρόσληψης αλατιού.

Το γεγονός ότι περίπου 1 στους 3 ενήλικες Έλληνες έχουν αρτηριακή πίεση πάνω από τα φυσιολογικά όρια, κάνει επιτακτική την παρέμβαση σε πληθυσμιακό επίπεδο.

Έχει υπολογιστεί ότι μείωση της συστολικής πίεσης κατά 5mmHg επιφέρει μείωση της θνητότητας από αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια κατά 14% (SACN, 2003). Η μείωση της πρόσληψης αλατιού σε λιγότερο από 5 γραμμάρια ανά ημέρα μειώνει τον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου κατά 23% και τα γενικά ποσοστά καρδιαγγειακής νόσου κατά 17%. Η ημερήσια πρόσληψη των Ευρωπαίων υπολογίζεται ότι είναι περίπου 8-11 g, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ τις συστάσεις του ΠΟΥ (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας), τα 5 g ανά ημέρα.

Οι πολιτικές που χρησιμοποιούνται από τις χώρες της Ευρώπης για τη μείωση του αλατιού, είναι διαφορετικές σε κάθε χώρα παρόλο που ακολουθούν τις γενικές συστάσεις τις Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως είναι γνωστό, οι περισσότερες συστάσεις γίνονται από κυβερνητικούς μηχανισμούς για τη μείωση του αλατιού, π.χ. ΕΦΕΤ. Μη ξεχνάτε όμως, ότι σημαντικό ρόλο παίζουν και οι διάφοροι μη κυβερνητικοί οργανισμοί στην πίεση για τη μείωση του αλατιού. Ένας από τους πιο γνωστούς είναι ο SACN (Science Advisory Committee on Nutrition) που εδρεύει στην Αγγλία και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σε χώρες που δεν ασκούν κάποια πολιτική για τη μείωση του αλατιού.

Εθελοντικά, οι βιομηχανίες τροφίμων μειώνουν τις τιμές του αλατιού σε κάποια προϊόντα όπως στα δημητριακά, στο ψωμί, στο τυρί και στα έτοιμα γεύματα, ενώ νομοθετικά υποχρεώνονται να καταγράφουν τη τιμή του αλατιού μόνο στις ετικέτες των τροφίμων. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, 33 από τις 53 χώρες της Ευρώπης προσπαθούν να κινητοποιήσουν και να ενημερώσουν τον καταναλωτή με διάφορα προγράμματα.

Οι πολιτικές που στοχεύουν αποκλειστικά στην αλλαγή διατροφικής συμπεριφοράς και πρόσληψης αλατιού, προτείνουν μια εκτενή δράση βασισμένη σε εθνικό επίπεδο. Οι προσπάθειες μειώσεις του αλατιού μπορούν να εφαρμοστούν μέσα από την αλλαγή της δομής του φαγητού, υποχρεώνοντας τη βιομηχανία τροφίμων με καθολική ισχύ και κυρώσεις για να εναρμονιστεί στα νέα δεδομένα.

Από την άλλη, η πολιτεία, η κυβέρνηση, η εκπαίδευση όσο και οι οργανισμοί υγείας, πρέπει να έχουν μια κοινή προσέγγιση, προκειμένου να υπάρξει αποτέλεσμα καθώς έχουν τη δύναμη να φέρουν αποτέλεσμα αφού:

– Μπορούν να θέσουν προοδευτικούς στόχους στη μείωση του αλατιού και να θέσουν νέα δεδομένα στη βιομηχανία τροφίμων για το πώς πρέπει να είναι η παραγωγή των «σύγχρονων» τροφίμων.

– Μπορούν να έχουν επιστασία στο αν όντως ο πληθυσμός έχει υιοθετήσει τις νέες διατροφικές τάσεις (μέσω εξετάσεων, μελετών), στην πρόοδο του σχεδίου και στο αν ο τρόπος που επικοινωνείτε το μήνυμα έχει αποτελεσματικότητα.

Ο οργανισμός Food Standard’s Agency (F.S.A., 2011) συστήνει ότι οι ενήλικες δεν πρέπει να καταναλώνουν περισσότερο από 6 γραμμάρια αλάτι την ημέρα που αντιστοιχούν σε 2.300mg νατρίου, (περίπου ένα κουταλάκι του γλυκού). Τώρα, τα άτομα με καρδιακές παθήσεις, οι μεσήλικες και τα άτομα που ήδη έχουν υπέρταση δεν πρέπει να ξεπερνούν τα 1500mg νατρίου.

Προτεινόμενες ποσότητες αλατιού για όλες τις ηλικίες, σύμφωνα με το διαιτολογικό σύλλογο της Αγγλίας (Department of Health, 1991):

– 1 με 12 μηνών – 1γρ. αλάτι την ημέρα (0.4γρ. νάτριο)
– 1 με 3 χρονών – 2γρ. αλάτι την ημέρα (0.8γρ. νάτριο)
– 4 με 6 χρονών – 3γρ. αλάτι την ημέρα (1.2γρ. νάτριο)
– 7 με 10 χρονών – 5γρ. αλάτι την ημέρα (2γρ. νάτριο)
– 11 και άνω – 6γρ. αλάτι την ημέρα (2.4γρ. νάτριο)

Πηγή: mednutrition.gr