«Η πρόοδος της ιατρικής τεχνολογίας επιτρέπει πλέον στο ανθρώπινο σώμα να διατηρείται ζωντανό σε συνθήκες που κανονικά θα οδηγούσαν σε θάνατο. Αλλά πολλοί δεν θέλουν να διατηρηθούν στη ζωή αν δεν υπάρχει πιθανότητα ανάκαμψης. Καθώς ορισμένοι ασθενείς δεν είναι σε θέση να εκφράσουν τις επιθυμίες τους , οι επιθυμίες αυτές μπορούν να δηλωθούν εκ των προτέρων μέσα από μια Διαθήκη Ζωής».
Τα παραπάνω επισήμανε η προϊσταμένη του 1ου Νοσηλευτικού Τομέα του νοσοκομείου «Γεννηματάς» και μεταπτυχιακή φοιτήτρια Ιατρικής ΑΠΘ, Ολυμπία Αναστασιάδου , μιλώντας από το βήμα του 12ου Επιστημονικού Συνεδρίου Ιατρικής ΑΠΘ για τα «Ζητήματα συναίνεσης σε ιατρικές πράξεις από ασθενείς που δεν είναι σε θέση να εξωτερικεύσουν τη βούλησή τους- Διαθήκες Ζωής».
Τι είναι η Διαθήκη Ζωής
Η Διαθήκη Ζωής, όπως εξήγησε η κ. Αναστασιάδου, είναι ένας τύπος προκαταρκτικής οδηγίας που δηλώνει τους συγκεκριμένους τύπους ιατρικής περίθαλψης που επιθυμεί να λάβει ένας ασθενής, ένα άτομο όταν δεν θα είναι πλέον σε θέση να λάβει ιατρικές αποφάσεις λόγω μιας ανίατης ασθένειας ή μόνιμης αναισθησίας.
«Μια Διαθήκη Ζωής έχει συνήθως οδηγίες σχετικά με το αν πρέπει να χρησιμοποιηθούν ορισμένες θεραπείες για να κρατηθεί το άτομο εν ζωή, όπως η χρήση μηχανημάτων αιμοκάθαρσης, αναπνευστικών σωλήνων, σωλήνων σίτισης και καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης. Συνολικά η Διαθήκη Ζωής είναι ένα γραπτό έγγραφο που αντικατοπτρίζει μια πράξη προσωπικής ευθύνης. Είναι ένα εργαλείο για τη λήψη κλινικών αποφάσεων, ιδιαίτερα εφαρμόσιμο σε ασθενείς με χρόνια νοσήματα, που είναι επιρρεπείς στην ανάπτυξη γνωστικών διαταραχών και σε κατάσταση εξάρτησης» εξήγησε η κ. Αναστασιάδου.
Σκοπός των Διαθηκών Ζωής , όπως σημείωσε η κ. Αναστασιάδου, είναι να περιγράψουν τους στόχους και τις επιθυμίες ενός ατόμου σχετικά με την ιατρική φροντίδα που το διατηρεί στη ζωή, να ορίσουν έναν υπεύθυνο λήψης αποφάσεων για την υγειονομική περίθαλψη που θα μιλήσει εκ μέρους του ασθενούς όταν δεν είναι πλέον σε θέση να συμμετέχει στις αποφάσεις του για τη θεραπεία της υγειονομικής περίθαλψης, να παρέχουν οδηγίες σχετικά με θεραπείες που μπορεί να προσφερθούν για παράταση της ζωής. Γι αυτό το λόγο περιέχουν ειδικές οδηγίες υγειονομικής περίθαλψης, εκχώρηση πληρεξουσιότητας και ορισμό πληρεξούσιου υγειονομικής περίθαλψης που αποτελεί τον αναπληρωματικό υπεύθυνο της λήψης αποφάσεων.
Τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των Διαθηκών Ζωής
«Οι Διαθήκες Ζωής παρέχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα στον ίδιο τον ασθενή, ακόμα και όταν δεν μπορεί να επικοινωνήσει ο ίδιος με το περιβάλλον του, αλλά συνεχίζει να έχει το δικαίωμα να αποφασίζει για την ιατρική του φροντίδα. Διασφαλίζεται η αυτονομία του ασθενούς, ο σεβασμός υπερβαίνει τις αρμοδιότητες του ασθενούς επιτρέποντας την πρόβλεψη κλινικών καταστάσεων για τη λήψη σχετικών αποφάσεων εκ των προτέρων. Ωστόσο όμως εγείρεται ένα πλήθος ερωτημάτων που άπτεται της βιοηθικής. Σημαντικά ερωτήματα αφορούν το αν ο ασθενής κατανοεί τη διαφορά μεταξύ θεραπειών που μπορούν να σώσουν τη ζωή του και θεραπειών που μπορούν να παρατείνουν τη ζωή του. Οι στόχοι και οι προτιμήσεις των ασθενών για φροντίδα ενδεχομένως να αλλάξουν στο μέλλον, δεδομένου μάλιστα ότι η υγεία και κατά συνέπεια και η ασθένεια αποτελεί μια δυναμική κατάσταση. Ένα ακόμη πρόβλημα ενδέχεται να παρουσιάζεται όσον αφορά στη σαφή και πλήρη κατανόηση των αναγκών και επιθυμιών του ασθενούς από μέρους του εκπροσώπου.
Η πανδημία Covid-19 και τα ερωτήματα για το δικαίωμα συναίνεσης των ασθενών
«Η πανδημία Covid-19 οδήγησε σε ένα πλήθος ερωτημάτων όσον αφορά στο δικαίωμα των ασθενών να αποφασίζουν για τη ζωή τους. Το ζήτημα αυτό απασχόλησε όχι μόνο τους επαγγελματίες υγείας, αλλά και τον τύπο και το ευρύ κοινό, όταν γνωστοποιήθηκε η απόφαση ορισμένων ασθενών να μη διασωληνωθούν, παρά τις οδηγίες των ιατρών. Η αυτονομία των ασθενών και το δικαίωμα συναίνεσής τους στις ιατρικές πράξεις συνεχίζει να υφίσταται και να απασχολεί σε σημαντικό βαθμό επαγγελματίες υγείας, νομοθέτες, αλλά και το ευρύ κοινό και να εγείρει πλήθος ερωτημάτων» υπογράμμισε η κ. Αναστασιάδου.
Τι προβλέπει νομοθεσία
Αναφερόμενη στη νομοθεσία για τις Διαθήκες Ζωής, η κ. Αναστασιάδου ανέφερε ότι στις ΗΠΑ έχουν θεσπιστεί νόμοι για τις Διαθήκες Ζωής οι οποίο είναι διαφορετικοί για κάθε πολιτεία και δεν υπάρχει ενιαία νομοθεσία. Επίσης, σημείωσε ότι δεν είναι δεσμευτικές και ότι ένας γιατρός ή ένα ίδρυμα μπορεί να αρνηθεί να τηρήσει τις προηγούμενες οδηγίες για ηθικούς ή θρησκευτικούς λόγους ή εάν η φροντίδα που ο ασθενής ζητά δεν είναι ιατρικά κατάλληλη.
«Σε πολλές χώρες ένας γιατρός ή μια κλινική που αρνείται να τηρήσει μια προηγούμενη οδηγία πρέπει να καταβάλλει προσπάθεια να μεταφέρει τη φροντίδα σε άλλο γιατρό ή σε άλλη εγκατάσταση. Όσον αφορά την Ευρώπη το άρθρο 4 του Ευρωπαϊκού Χάρτη των Δικαιωμάτων των Ασθενών καθιστά την άσκηση του δικαιώματος συγκατάθεσης προϋπόθεση για κάθε θεραπευτική πράξη και διαδικασία.
Στην Αυστρία η Διαθήκη Ζωής αποτελεί μια δήλωση βούλησης με την οποία ένας ασθενής αρνείται μια δεδομένη ιατρική θεραπεία για τη μελλοντική περίπτωση που πλέον δεν θα είναι πια ικανός να αντιληφθεί την κατάσταση του, να την εκτιμήσει ή να εκφράσει τον εαυτό του. Στην Ισπανία η διαθήκη ζωής θεσπίστηκε νομοθετικά το 2000 ενώ στο Βέλγιο επιτρέπεται η παθητική ευθανασία. Στην Ελλάδα η αυτονομία του ασθενούς δεν έχει γίνει ακόμη αντικείμενο κοινωνικής διεκδίκησης πολλώ δε μάλλον δεν έχει εγερθεί ένα δικαίωμα στο θάνατο. Ευρύτερα δεν υπάρχει μια νομική κουλτούρα ευαισθησίας στα ατομικά δικαιώματα και ως εκ τούτου δεν έχουν ρυθμιστεί συνολικά ως θεσμός οι προγενέστερες οδηγίες. Συνολικά όμως προϋποθέσεις έγκυρης συναίνεσης γενικά ρυθμίζονται από το άρθρο 12 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας για τη συναίνεση του ενημερωμένου ασθενή σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 έως 9 της Σύμβασης του Οβιέδο» ,επισήμανε η κ. Αναστασιάδου.