Ο τουρισμός αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που συνεισφέρουν στο ΑΕΠ της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί θέσεις εργασίας και έναν κύκλο επαγγελμάτων που χρειάζονται εξειδικευμένη αντιμετώπιση.
Ουδείς αμφιβάλλει ότι ο τουρισμός είναι η «βαριά βιομηχανία» της ελληνικής οικονομίας. Πράγματι το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών στους τουρίστες, τόσο σε επίπεδο διατροφής και εστίασης εν γένει, όσο και σε επίπεδο πολιτισμικό, είναι υψηλό.
Η χώρα μας μπορεί να καλύψει την επιθυμία κάθε τουρίστα, είτε αυτή αφορά στη διασκέδαση, είτε αφορά στην επιμόρφωση και την εξερεύνηση. Ποια είναι, όμως, η σχέση που δημιουργείται μεταξύ των επιχειρήσεων και των εργαζομένων στον τουρισμό;
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ οι άμεσα εργαζόμενοι στον τουρισμό ήταν το 2018 περισσότεροι από 400 χιλιάδες, όμως το 2022 στη μετά-covid, ίσως, εποχή αρκετοί ξενοδόχοι και επιχειρηματίες εστίασης διαμαρτύρονται ότι αδυνατούν να βρουν εργαζόμενους.
Οι ιδιαίτερα απαιτητικές συνθήκες χρονικά και ποιοτικά αποτελούν σίγουρα τροχοπέδη στην εύρεση εργαζομένων ως εποχικών, ιδιαίτερα στα νησιά. Παρά τις ενδεχόμενες υψηλές αμοιβές σε σχέση με το μέσο όρο, πολλοί αρνούνται διότι δεν υπάρχουν κατάλληλες υποδομές διαμονής ή τα ωράρια είναι διαφορετικά από το τυπικό 8ωρό, λόγω του όγκου εργασίας.
Ένας ακόμη λόγος είναι ότι λόγω των συνεχών ανακατατάξεων τη φετινή τουριστική περίοδο, λόγω της πανδημίας, πολλά ξενοδοχεία και καταλύματα έμειναν κλειστά το 2020 με αποτέλεσμα από το καλοκαίρι του 2021 εργαζόμενοι που παραδοσιακά εργάζονταν στον τουρισμό να έχουν στραφεί ήδη σε άλλους κλάδους και να έχουν απορροφηθεί εκεί. Τη φετινή χρονιά με βάση τον πρόεδρο των ξενοδόχων κ. Ανδρεάδη λείπουν, αυτή τη στιγμή, από τον τουρισμό 50.000 εργαζόμενοι, όταν το 2019 το νούμερο δεν ήταν μεγαλύτερο από 10.000
Πώς όμως μπορεί να λυθεί το πρόβλημα;
Αρχικά, θα μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει κανείς ότι η ανάγκη για εργασία των νέων στον κλάδο είναι ξεκάθαρη, καθ΄ότι πρόκειται για ιδιαίτερα απαιτητική σωματικά εργασία. Επομένως, μια λύση θα ήταν η επιδότηση μέσω ενσήμων των νέων εργαζομένων στον τουρισμό και ιδιαίτερα στα νησιά. Κάθε νέος έως 35 ετών που θα εργάζεται στον κλάδο εποχικά θα λαμβάνει το διπλάσιο του αριθμού ενσήμων που θα λάμβανε κανονικά. Έτσι θα ισορροπήσει σε κάποιο βαθμό και η ηλικιακή ανάγκη με ένα νέο κίνητρο.
Έπειτα, επιβεβλημένη είναι και η αύξηση των ελέγχων στις τουριστικές περιοχές, προκειμένου να υπάρχει τήρηση της εργασιακής νομοθεσίας αλλά και να παρέχεται στους εργαζόμενους το αίσθημα της ασφάλειας.
Επίσης, στις περιοχές υψηλής τουριστικής ζήτησης (π.χ. Κρήτη ή νησιά του Αιγαίου) θα ήταν μάλλον χρήσιμη μια σύμπραξη Δήμων για την από κοινού κατασκευή κατοικιών που θα στεγάζουν τους εργαζόμενους στον τουρισμό σε αξιοπρεπείς συνθήκες και με χαμηλά ενοίκια προκειμένου και οι επιχειρηματίες να βρίσκουν ευκολότερα προσωπικό και οι εργαζόμενοι να διαβιούν ομαλά. Το κόστος κατασκευής θα επωμίζεται ο εκάστοτε Δήμος, αλλά θα αποδίδεται κάθε Οκτώβρη ένα ποσοστό επί του τζίρου των επιχειρηματιών τους τουριστικούς μήνες στον εκάστοτε Δήμο για την συντήρηση των κατοικιών και την απόσβεση της επένδυσης.
Ο μόνος τρόπος για να μην οξυνθεί το ζήτημα που ανέκυψε φέτος και την επόμενη χρονιά είναι να ληφθούν, όσο το δυνατόν συντομότερα, θετικά μέτρα τα οποία θα κινητροδοτήσουν τους εργαζόμενους και θα λύσουν τα χέρια μια βιομηχανίας που φαντάζει αναγκαία και κραταιά.
*Η Σοφία Φ. Κατσίγιαννη είναι δικηγόρος, διδάσκουσα στο «Ecole Hôtelière de Lausanne» Hospitality Business School, Master Φορολογικό Δίκαιο και Δίκαιο Τουρισμού Paris I La Sorbonne και δημοτική Σύμβουλος Εντεταλμένη Εθελοντισμού Ισότητας και Διαβούλευσης