Την άποψη ότι οι γερμανικές αποζημιώσεις πληρώθηκαν ήδη από το 1949, οπότε δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα από αυτό το μέτωπο, εκφράζει ο καθηγητής ιστορίας Χάιντς Ρίχτερ.
Μιλώντας στο γερμανικό ενημερωτικό πόρταλ Τ-online της DW, ο καθηγητής Ρίχτερ αναφέρεται εκτενώς σε πολλά άλλα ζητήματα και «τραγικά κεφάλαια» του πολέμου, από τα Καλάβρυτα και το Δίστομο μέχρι τον λιμό του χειμώνα 1941/42 στην Αθήνα. Ενδιαφέρον έχει πάντως ότι και ο δημοσιογράφος που παίρνει τη συνέντευξη, ιστορικός και ο ίδιος, εκφράζει τον δικό του αντίλογο. Σε πολιτικό επίπεδο είναι γνωστό ότι για την επίσημη Γερμανία το ζήτημα των αποζημιώσεων θεωρείται λήξαν.
Όλα δείχνουν ότι ο καθηγητής Ρίχτερ έχει παγιώσει την άποψή του ότι «οι Έλληνες, όπως και άλλοι Δυτικοευρωπαίοι που συμμετείχαν στον πόλεμο, έλαβαν ήδη από το 1949 αποζημιώσεις. Πρόκειται για 30.000 τόνους βιομηχανικού υλικού από γερμανικά εργοστάσια, αξίας άνω των εκατό εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων. Ο αρμόδιος στρατηγός είχε αποστείλει τους πρώτους 10.000 τόνους με ένα βρετανικό πλοίο, το οποίο όμως δεν έφτασε ποτέ στον Πειραιά. Όταν, έναν χρόνο αργότερα, η υπόλοιπη ποσότητα πωλήθηκε για παλιοσίδερα, τα έσοδα δεν διοχετεύθηκαν στα ταμεία του κράτους. Ένας δημοσιογράφος, ο Βάσος Μαθιόπουλος, ήθελε να γράψει για αυτό το σκάνδαλο, αλλά υποχώρησε μπροστά στις απειλές που δέχθηκε».
Γερμανικές αποζημιώσεις: Ιστορικές πηγές και αποδείξεις
Με την σειρά του, ο γερμανός δημοσιογράφος Μαρκ φον Λίπκε προσέρχεται με κριτική διάθεση στη συζήτηση. Μετά την εκτίμηση του Χάιντς Ρίχτερ ότι Έλληνες πολιτικοί είχαν ενθυλακώσει τα χρήματα των αποζημιώσεων, ρωτάει εάν υπάρχει κάποια σχετική απόδειξη. Ο Ρίχτερ επικαλείται ένα άρθρο του περιοδικού DER SPIEGEL από το έτος 1952. Στην ερώτηση εάν υπάρχει και δεύτερη πηγή, ο Ρίχτερ αναφέρει το βιβλίο για την Ελλάδα που εξέδωσε ο ίδιος το 2016. Ο δημοσιογράφος παρατηρεί ότι και αυτό το βιβλίο παραπέμπει μόνο στο ίδιο άρθρο του DER SPIEGEL. «Είναι μία έγκυρη πηγή», απαντά ο Ρίχτερ.
Ως ένα άλλο διαμφισβητούμενο ζήτημα αντιμετωπίζει ο Χάιντς Ρίχτερ τον λιμό που είχε ισοπεδώσει την Αθήνα τον χειμώνα του 1941/42. «Για μεγάλο διάστημα είχε διαδοθεί στην Ελλάδα η εκτίμηση ότι 300.000 άνθρωποι είχαν πεθάνει, μόνο στην Αττική. Τον ισχυρισμό αυτό είχε διατυπώσει ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Ήντεν το φθινόπωρο του 1941. Ο αριθμός είναι υπερβολικός, σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού οι νεκροί δεν ήταν πάνω από 30.000. Κάτι που ασφαλώς εξακολουθεί να είναι ένας τρομακτικός αριθμός. Αλλά αυτό συνέβαινε κατά κύριο λόγο υπό ιταλική διοίκηση. Στις περιοχές που κατείχαν οι Γερμανοί ο κόσμος πεινούσε, αλλά κανείς δεν πέθανε από την πείνα. Αυτό επιβεβαιώνεται από ελληνικές πηγές».
Ο Γερμανός δημοσιογράφος αντιτείνει ότι «δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Στην πραγματικότητα ακόμη και οι ίδιοι οι Ιταλοί διαμαρτύρονταν, λέγοντας ότι οι Γερμανοί είχαν λεηλατήσει την Αθήνα κατά την είσοδό τους στην πόλη. Και ότι αργότερα συνέχιζαν να απομυζούν τη χώρα, αδιαφορώντας για τις απώλειες». Ο Χάιντς Ρίχτερ δίνει τη δική του εκδοχή: «Αυτό ήταν ένας προπαγανδιστικός ισχυρισμός του ιταλού υπουργού Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο. Δεν έγιναν λεηλασίες από τη Γερμανία. Ο λιμός προκλήθηκε από τον ναυτικό αποκλεισμό που είχαν επιβάλλει οι Βρετανοί στη Μεσόγειο». Ο Μαρκ φον Λίπκε υπενθυμίζει την έρευνα του επίσης γνωστού στην Ελλάδα ιστορικού Χάγκεν Φλάισερ, ο οποίος ξεκάθαρα κάνει λόγο για «γερμανική λεηλασία» στην κατεχόμενη Ελλάδα. «Σε αυτό το σημείο δεν συμφωνώ με τον Χάγκεν Φλάισερ» είναι η απάντηση του Χάιντς Ρίχτερ.
Η σφαγή στα Καλάβρυτα και στο Δίστομο
Διαφωνία προκαλεί η αναφορά στις γερμανικές θηριωδίες στα Καλάβρυτα. Ο Μαρκ φον Λίπκε επισημαίνει ότι «δικαίως θεωρείται έγκλημα πολέμου». Η απάντηση του Χάιντς Ρίχτερ: «Ναι. Συνιστώ όμως να προσέξουμε το γεγονός ότι ο πόλεμος είχε φτάσει σε ακραίο σημείο και από τις δύο πλευρές. Προηγουμένως οι αντάρτες είχαν σκοτώσει 60 αιχμάλωτους γερμανούς στρατιώτες, ανήμπορους να αμυνθούν. Οι αντάρτες γνώριζαν ότι το τίμημα θα το πλήρωναν οι άμαχοι. Για τους Γερμανούς τέτοιες επιχειρήσεις, όπως στα Καλάβρυτα, ήταν πράξεις αντιποίνων, οι οποίες καλύπτονται από το δίκαιο του πολέμου. Γυναίκες και παιδιά έμειναν εκτός (αντιποίνων)».
Εδώ εκδηλώνεται ξανά διαφωνία, καθώς ο Μαρκ φον Λίπκε υποστηρίζει ότι «ασφαλώς και ήθελαν να σκοτώσουν γυναίκες και παιδιά οι Γερμανοί στα Καλάβρυτα», με τον Χάιντς Ρίχτερ να απαντά: «Δεν ισχύει αυτό. Μόνο άνδρες είχαν τεθεί υπό ομηρεία».
Τι γίνεται όμως με τη σφαγή στο Δίστομο; Εδώ και ο Χάιντς Ρίχτερ ξεκαθαρίζει ότι «χωρίς αμφιβολία, το Δίστομο ήταν μία δολοφονική ενέργεια. Μία ομάδα των SS είχε επιχειρήσει να αντιμετωπίσει τους αντάρτες στο διπλανό χωριό, χωρίς επιτυχία. Από την οργή τους επιτέθηκαν στη συνέχεια στο Δίστομο, σκοτώνοντας αθώους αμάχους».