Ο Γιώργος Κούδας γεννήθηκε στον Άγιο Παύλο Θεσσαλονίκης. Ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο και κάποια στιγμή ένας δημοσιογράφος τον αποκάλεσε «Μεγαλέξανδρο». Από τότε, οι περισσότεροι τον έμαθαν κι έτσι…
Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής ήταν άριστος τεχνίτης της μπάλας, πολύ καλός οργανωτής και εξίσου καλός σκόρερ. Οι περίτεχνες ενέργειές του τον έκαναν εξαιρετικά αγαπητό στους φιλάθλους του ΠΑΟΚ όπου αγωνίστηκε από το 1963 έως το 1984. Είχε αρχίσει όμως να παίζει μπάλα ως ποδοσφαιριστής του δικέφαλου του Βορρά και στα εφηβικά του χρόνια και συγκεκριμένα από το 1958.
Στις 14 Ιουλίου 1966 όμως ο Γιώργος Κούδας, που ήταν τότε το μεγάλο αστέρι του ΠΑΟΚ, βρέθηκε στον Πειραιά για να συζητήσει με τους παράγοντες του Ολυμπιακού. Ο ποδοσφαιριστής από τα 11 του αγωνιζόταν με την ομάδα της Θεσσαλονίκης.
Μάγευε τους οπαδούς στην Τούμπα και παράλληλα εργαζόταν για να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα. Ένα χρόνο πριν, η ομάδα του είχε αποφασίσει να βοηθήσει την οικογένειά του ανοίγοντας ένα ουζερί στον πατέρα του, Ιωάννη. Όμως, μετά τους πρώτους μήνες, η διοίκηση, όπως έχει γραφτεί, άφησε ανεξόφλητα γραμμάτια και έτσι δημιουργήθηκε ένα χρέος 150.000 δραχμών, το οποίο επιβάρυνε το νεαρό ποδοσφαιριστή.
Έτσι, παράλληλα με το οικονομικό πρόβλημα της οικογένειας, εμφανίστηκαν άνθρωποι από τον Πειραιά. Ο ενδιάμεσος του υποσχέθηκε ικανοποιητικό μισθό και τη δημιουργία ενός ουζερί για τον πατέρα του. Έτσι, στις 14 Ιουλίου η είδηση της καθόδου του στον Πειραιά προκάλεσε αντιδράσεις.
Η διοίκηση του ΠΑΟΚ ξεκαθάρισε ότι ο παίκτης δεν παραχωρείται με κανένα τίμημα. Άλλωστε, εκείνη την εποχή ένας ποδοσφαιριστής έπαιρνε μετεγγραφή μόνο εάν έλεγε το «ναι» και η ομάδα του. Εάν πάντως αυτός δεν ήθελε να παραμείνει στην ομάδα που αγωνιζόταν, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να σταματήσει το ποδόσφαιρο.
Μία ημέρα αργότερα, εκπρόσωπος του Ολυμπιακού δήλωσε άγνοια για το θέμα και τόνισε ότι «ο Ολυμπιακός δεν προτίθεται να διαταράξει τις φιλικές σχέσεις του με τον ΠΑΟΚ» και την επόμενη μέρα παράγοντες των ερυθρόλευκων δήλωσαν ότι υπεύθυνος για την αναστάτωση που δημιουργήθηκε, ήταν ο ποδοσφαιριστής. Ωστόσο, εκείνος ήταν παρών στο διοικητικό συμβούλιο του Ολυμπιακού στις 18 Ιουλίου και σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής του προτάθηκε μισθός 8.000 δραχμών.
Γι’ αυτό και ο πατέρας του, ακριβώς την ίδια μέρα, έστειλε επιστολή στις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και κατηγόρησε τον ΠΑΟΚ για ασυνέπεια. Ζήτησε συγνώμη από τους φιλάθλους για την απόφαση που είχε πάρει να στείλει το γιο του στον Πειραιά. «Το παιδί μου έχει δημιουργήσει χρέος σε μετρητά και γραμμάτια άνω των 150.000 δραχμών. Αυτό το μαγαζί έκαμαν στον Κούδα», αναφερόταν, μεταξύ άλλων, στην επιστολή. Και στις εφημερίδες της Αθήνας δημοσιευόταν δήλωση του ποδοσφαιριστή που έλεγε ότι «δεν πρόκειται να ξαναπαίξω στον ΠΑΟΚ».
Λίγες ημέρες αργότερα ο ποδοσφαιριστής έστειλε επιστολή στις εφημερίδες της συμπρωτεύουσας και δήλωνε, μεταξύ άλλων, «εγώ και η οικογένειά μου υπομείναμε πολλά και φτάσαμε σε σημείο να στερηθούμε ακόμη και την τροφή. Τα υπομείναμε γιατί αγαπούσαμε και εξακολουθούμε να αγαπούμε τον ΠΑΟΚ.
Για μένα και την οικογένειά μου είναι η δεύτερη θρησκεία. Πέραν όμως, από όλα αυτά, δεν ανέχομαι από κανέναν να αποκαλεί εμένα και την οικογένειά μου εκβιαστές… Το σωματείον “Ολυμπιακός” εις το οποίο μόνος μου ζήτησα να πάω, έχει τόσο στενές φιλικές σχέσεις με τον αγαπημένο μου ΠΑΟΚ, ώστε να παρέχει εγγυήσεις ότι θα με προσέξει… Γνωρίζετε άλλωστε ότι για τη μεταγραφή μου εγώ δεν αξίωσα τίποτα από το νέο μου σωματείο τον Ολυμπιακό».
Ο Κούδας άρχισε να αγωνίζεται με τη φανέλα του Ολυμπιακού κα να αποθεώνεται από τους φιλάθλους όμως τιμωρήθηκε με αποκλεισμό 15 ημερών έπειτα από απαίτηση του ΠΑΟΚ. Από τότε δεν ξαναφόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού. Αντιθέτως, παρουσιάστηκε στο Λιμενικό Σώμα για να εκτίσει τη θητεία του. Στα δύο χρόνια που ακολούθησαν κάθε επίσκεψη του θρύλου στη Θεσσαλονίκη μετατρεπόταν σε εφιάλτη για εκείνους.
Τον Απρίλιο του 67 όταν ξέσπασε η δικτατορία μία από τις προτεραιότητες του γενικού γραμματέα Αθλητισμού, Κωνσταντίνου Ασλανίδη, ήταν να βάλει τέλος στην «υπόθεση Κούδα» και παράλληλα στον πόλεμο μεταξύ «βορείων και νοτίων». Ο γενικός γραμματέας του ΠΑΟΚ απειλούνταν ακόμη και με εξορία, σε περίπτωση που δεν συναινούσε τελικά στη μεταγραφή. Μετά από διάφορες προτάσεις, ο γ.γ. του ΠΑΟΚ, απάντησε: «Επανάσταση κάνατε, βγάλτε μια διαταγή και πάρτε τον. Εγώ δεν υπογράφω».
Έτσι, τον Αύγουστο του 1968, ο Γιώργος Κούδας πέρασε το κατώφλι των γραφείων του ΠΑΟΚ και από τότε και για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια μεγαλούργησε με την ομάδα της Θεσσαλονίκης. Οδήγησε το σύλλογο σε τρόπαια και διακρίσεις, πάντα προτάσσοντας το ήθος και το ταλέντο του και γι’ αυτό τον αποκάλεσαν «Μεγαλέξανδρο» του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Σήμερα, ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής, όπως λένε άνθρωποι που τον ξέρουν, παρακολουθεί ποδόσφαιρο αλλά ασχολείται με την επιχείρηση που έχει ανοίξει από το 1986 στη συμπρωτεύουσα. Πρόκειται για μια επιχείρηση με πυτζάμες και εσώρουχα, η οποία, παρά τα χρόνια της κρίσης, επιβιώνει.
Στον ελεύθερό του χρόνο παρακολουθεί και ασχολείται με το ποδόσφαιρο ενώ όποτε προλαβαίνει, πηγαίνει και στην ακαδημία που έχει, αλλά όχι τόσο συχνά, όπως διευκρινίζει. Το χόμπι του παραμένει το ποδόσφαιρο και θεωρεί ότι τα παιδιά που έχουν ταλέντο, πρέπει να το συνεχίσουν.
Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής όταν «κρέμασε» τα παπούτσια του, δέχθηκε προτάσεις για να ασχοληθεί με την προπονητική, όμως δεν το έκανε γιατί δεν μπορούσε, όπως λέει, να συμβιβάζεται.
Δείτε εδώ όλα τα πρόσωπα της στήλης «Πού βρίσκεται σήμερα;».