Η σεισμική δραστηριότητα που καταγράφεται στη Μυτιλήνη, η οποία αποτελεί ακολουθία στο δυτικό άκρο του ρήγματος που «έσπασε» στον καταστροφικό σεισμό της Βρίσας την 12η Ιουνίου 2017 (μέγεθος Μ=6.3), θα φανεί αν θα έχει φυσιολογική εξέλιξη τις επόμενες ημέρες.
«Είναι αναμενόμενο μετά από ισχυρό σεισμό στα άκρα ενός ρήγματος να συγκεντρώνονται τάσεις, οι οποίες απελευθερώνονται, συχνά και με μεγάλη χρονική καθυστέρηση, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση που είμαστε σχεδόν 3,5 χρόνια από τη γένεση της σεισμικής διεργασίας», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Γεωφυσικής του ΑΠΘ, Κώστας Παπαζάχος και εξήγησε: «Εμφανώς οι τωρινές διεγέρσεις είναι το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης ακολουθίας, στο δυτικό άκρο του ρήγματος. Όμως, επειδή το ρήγμα συνεχίζεται κατά μήκος των νότιων ακτών της Λέσβου θα πρέπει να κρατήσουμε κάποιες επιφυλάξεις για την ακολουθία το επόμενο διάστημα, να δούμε αν θα έχει φυσιολογική εξέλιξη και θα σβήσει, ή θα συνεχίσει μία δραστηριότητα με διαφορετικά χαρακτηριστικά».
«Η έρευνα επιβεβαίωσε τις πρώτες εκτιμήσεις του ΑΠΘ για τον σεισμό της Σάμου»
Ερωτηθείς αν η συμπεριφορά του ρήγματος στη Μυτιλήνη μπορεί να έχει επηρεαστεί από τη διέγερση ρηγμάτων που έδωσαν άλλους σεισμούς το τελευταίο διάστημα στην ευρύτερη περιοχή του Βόρειου Αιγαίου, όπως, για παράδειγμα, ο σεισμός της 30ης Οκτωβρίου στη Σάμο, ο κ. Παπαζάχος απάντησε πως δεν υπάρχει κάποιος συσχετισμός και πως είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται συνέπεια της ακολουθίας του σεισμού της Βρίσας.
Γνωστοποίησε, εξάλλου, σε ό,τι αφορά τον σεισμό της Σάμου, πως οι έρευνες που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν τις αρχικές εκτιμήσεις ομάδας σεισμολόγων του ΑΠΘ (όπως είχαν παρουσιαστεί και σε σχετικό ρεπορτάζ του ΑΠΕ-ΜΠΕ) σε ό,τι αφορά την κλίση του ρήγματος και την εδαφική παραμόρφωση στο νησί, ως ερμηνεία για τις σχετικά περιορισμένες ζημιές, παρά το μεγάλο μέγεθος του σεισμού.
Συγκεκριμένα οι επιστήμονες εκτίμησαν τότε ότι η κλίση προς Βορρά του ρήγματος στη Σάμο είχε αποτρέψει μία πολύ μεγαλύτερη έκταση των καταστροφών στο νησί. Αυτό διότι η Σάμος βρίσκεται στο νότιο κομμάτι του ρήγματος, όπου το έδαφος ανυψώθηκε ελαφρά, βρέθηκε δηλαδή στην «πλάτη» του κανονικού ρήγματος, που συνήθως δέχεται πολύ μικρότερες σεισμικές κινήσεις. Επειδή το ρήγμα έχει κλίση προς τον Βορρά το κομμάτι που βυθίστηκε βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή βόρεια της Σάμου και εκεί ήταν και το τμήμα που δέχθηκε τις πιο ισχυρές σεισμικές κινήσεις.
«Συνεργασία σεισμολόγων Ελλάδας και Τουρκίας»
Το περασμένο Σάββατο πραγματοποιήθηκε διαδικτυακή ημερίδα, όπου παρουσιάστηκαν τα βασικά αποτελέσματα έκθεσης για τον σεισμό της Σάμου, η οποία δημοσιεύθηκε από το Geotechnical Extreme Events Reconnaissance (GEER) Association. Η έκθεση που είναι διαθέσιμη εδώ είναι το αποτέλεσμα συνεργασίας Ελλάδας, Τουρκίας και ΗΠΑ και συγκεκριμένα, πρωτοβουλίας του ΕΤΑΜ (Ελληνικό Τμήμα Αντισεισμικής Μηχανικής), καθώς και των Earthquake Engineering Association of Turkey, Earthquake Foundation of Turkey και Earthquake Engineering Research Institute (USA).
Το Τμήμα Γεωλογίας του ΑΠΘ συμμετείχε στην παρουσίαση της ενεργού τεκτονικής της περιοχής και της σεισμικής πηγής, αντικείμενο για το οποίο συντονιστές ήταν οι καθηγητές του ΑΠΘ Κώστας Παπαζάχος και Αναστασίας Κυρατζή καθώς και οι Arda Özacar και Ali Pınar, ενώ συνεισέφεραν στην εργασία οι καθηγητές Βασίλης Καρακώστας, Ελευθερία Παπαδημητρίου, Μιχάλης Φουμέλης και Χαράλαμπος Καλλάς και μέρους του ΑΠΘ, καθώς και πλήθος ερευνητών από άλλους φορείς της χώρας μας (π.χ. Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, κλπ.), αλλά και της Τουρκίας και των ΗΠΑ.
«Τα αποτελέσματα που είχαμε επιβεβαίωσαν τις εκτιμήσεις που υπήρχαν από την πρώτη στιγμή», ανέφερε ο κ. Παπαζάχος. Επισήμανε δε πως «τέτοιες συνεργασίες είναι πολύ σημαντικές γιατί βλέπουμε το τελευταίο διάστημα πολλούς ισχυρούς σεισμούς στα σύνορα Ελλάδας- Τουρκίας. Σημείωσε ότι οι σεισμοί χτυπάνε το ίδιο κάθε χώρα, μια και δε γνωρίζουν από εθνικά ή άλλα σύνορα».
Στο πλαίσιο αυτό διευκρίνισε πως οι συμμετέχοντες στην εκδήλωση συμφώνησαν να προωθήσουν πρωτοβουλίες για ακόμη πιο στενή συνεργασία της σεισμολογικής κοινότητας Ελλάδας και Τουρκίας, ώστε να υπάρχει ανταλλαγή σεισμολογικών δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, και για καταγραφές ισχυρής σεισμικής κίνησης, αλλά και αποτελέσματα αναλύσεων που γίνονται παράλληλα από ελληνικά και τουρκικά σεισμολογικά κέντρα.