Το πρώτο ευρωπαϊκό χωριό θα αναζητήσει ελληνο-ελβετική ομάδας, ψάχνοντας στο βυθό του Αργολικού κόλπου, στα τέλη αυτού του καλοκαιριού. Ελβετοί και Έλληνες αρχαιολόγοι και άλλοι επιστήμονες θα πραγματοποιήσουν μια νέα, κοινή, υποθαλάσσια αποστολή εξερεύνησης του στην περιοχή απέναντι από το σπήλαιο Φράγχθι.
Μάλιστα, για την εξερεύνηση θα χρησιμοποιηθεί ένα διεθνές σύμβολο της σύγχρονης τεχνολογίας, το μεγαλύτερο καταμαράν στον κόσμο που κινείται με αποκλειστικά ηλιακή ενέργεια, το «MS Tûranor PlanetSolar», το οποίο θα μετατραπεί σε επιστημονικό εργαστήριο.
Η αποστολή TerraSubmersa αποτελεί συνεργασία του Πανεπιστημίου της Γενεύης, της Ελβετικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ελλάδα, της ελληνικής Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων και του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ). Η ελληνοελβετική συνεργασία είχε αρχίσει το 2012 και πλέον εντείνεται.
Στόχος είναι να μελετηθούν οι περιοχές στον Αργολικό κόλπο, οι οποίες στα προϊστορικά χρόνια βρίσκονταν πάνω από την επιφάνεια των υδάτων, αλλά σήμερα πια έχουν βυθιστεί.
Το Φράγχθι -ένα από τα σημαντικότερα σπήλαια στην Ευρώπη- πιθανώς χρησίμευε ως δευτερεύων, βοηθητικός οικισμός ενός άλλου οικισμού, ο οποίος βρισκόταν χαμηλότερα στον λόφο και πιο κοντά στην ακτή, καθώς τότε το επίπεδο της θάλασσας ήταν αρκετά πιο χαμηλά και δεν έφτανε ως το σπήλαιο. Αυτόν ακριβώς τον βυθισμένο οικισμό φιλοδοξούν να αποκαλύψουν οι Έλληνες και Ελβετοί ερευνητές.
Στις δεκαετίες του 1960 και 1970, κατά τη διάρκεια των αμερικανικών ανασκαφών στο Φράγχθι, είχαν γίνει οι πρώτες θαλάσσιες μετρήσεις στον όρμο της Κοιλάδας, σε αναζήτηση του νεολιθικού οικισμού, όμως οι εργασίες δεν είχαν συνεχιστεί- κάτι που γίνεται τώρα.
Οι επιστήμονες ελπίζουν να βρουν ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας. «Μπορεί να βρούμε ενδείξεις του πρώτου-πρώτου ευρωπαϊκού χωριού» δήλωσε ο Τζούλιεν Μπεκ, ερευνητής της Μονάδας Κλασσικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης, ο οποίος θα είναι ο επικεφαλής επιστήμονας της αποστολής.
Σύμφωνα με τον Ελβετό ερευνητή: «το σπήλαιο Φράγχθι στη βόρεια ακτή της Κοιλάδας στον Αργολικό κόλπο κατοικείτο επί περίπου 35.000 χρόνια, από την Παλαιολιθική έως τη Νεολιθική εποχή.
Μία τόσο εντυπωσιακά μακρόχρονη περίοδος χρησιμοποίησης του σπηλαίου αποτελεί εξαίρεση στην Ευρώπη. Συνεπώς, το σπήλαιο αποτελεί ιδανικό στόχο για τη μελέτη βυθισμένων πλέον προϊστορικών περιοχών, καθώς πρέπει να υπήρχαν αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους ανθρώπους του σπηλαίου και στη θάλασσα στη διάρκεια αυτών των πολλών χιλιάδων ετών».
Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι η ναυσιπλοΐα στην ανατολική Μεσόγειο άρχισε πολύ νωρίτερα από ό,τι φαντάζονταν οι επιστήμονες. Φαίνεται πως οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να ταξιδεύουν στις θάλασσες του Αιγαίου ήδη πριν από 100.000 χρόνια- όσο κι αν αυτό φαντάζει αδιανόητο.
Με βάση και τις παραπάνω ενδείξεις, οι επιστήμονες εκτιμούν πλέον ότι η Ελλάδα έπαιξε ρόλο-κλειδί στην ανάδυση του γεωργικού νεολιθικού τρόπου ζωής πριν από περίπου 9.000 χρόνια και στην εξάπλωσή του από τη Μέση Ανατολή προς την ηπειρωτική Ευρώπη, με συνέπεια οι Ευρωπαίοι νομάδες κυνηγοί- συλλέκτες της Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής εποχής σταδιακά να παραχωρήσουν τη θέση τους στους «στατικούς» γεωργούς.
Μεγάλο ζητούμενο παραμένει ο εντοπισμός των πρώτων οικισμών στο ευρωπαϊκό έδαφος, κάτι που δεν αποκλείεται να υπήρξε στην αρχαία Αργολίδα και ειδικότερα γύρω από το Φράγχθι.
Οι νέες γεωφυσικές μετρήσεις θα γίνουν κυρίως από το σκάφος «MS Tûranor PlanetSolar», προκειμένου να αναδημιουργηθεί όσο γίνεται καλύτερα η τοπογραφία των περιοχών που κάποτε βρίσκονταν πάνω από το νερό.
Στην έρευνα θα βοηθήσει σημαντικά και το σκάφος «Αλκυών» του ΕΛΚΕΘΕ, που μπορεί να επιχειρεί σε αβαθείς παράκτιες περιοχές. Παράλληλα, θα αξιοποιηθεί τελευταίας τεχνολογίας εξοπλισμός ηχοεντοπισμού, ενώ ομάδα δυτών θα πραγματοποιήσει ανασκαφές στον βυθό με τη βοήθεια των κατάλληλων μηχανημάτων.
Η αποστολή TerraSubmersa θα αρχίσει την 1η Αυγούστου (εθνική εορτή της Ελβετίας) και τα σκάφη θα περάσουν διαδοχικά από τρία λιμάνια (Ερέτρια, Αθήνα και Ναύπλιο), όπου θα οργανωθούν εκδηλώσεις για το ευρύ κοινό. Το κύριο ερευνητικό έργο της αποστολής θα διαρκέσει από τις 18 Αυγούστου έως τις 12 Σεπτεμβρίου, με χρηματοδοτική υποστήριξη, μεταξύ άλλων, από τα Ιδρύματα Henri Moser και Arditi, καθώς και από την Ακαδημαϊκή Εταιρεία της Γενεύης.