Ακριβώς τέτοια μέρα πριν από 79 χρόνια, ο Γερμανός φύρερ Αδόλφος Χίτλερ εκθείαζε δημοσίως το «παράτολμο θάρρος» του Έλληνα στρατιώτη και τη γενναιότητα με την οποία αγωνίστηκε «ώστε ακόμα και οι εχθροί του να μην μπορούν να αρνηθούν την εκτίμησή τους προς αυτόν».
Γράφει ο Γεώργιος Σαρρής
Μια εβδομάδα νωρίτερα ωστόσο τα ναζιστικά στρατεύματα είχαν καταλάβει την Αθήνα και τώρα ετοιμαζόντουσαν να κατακτήσουν και το τελευταίο κομμάτι ελεύθερης γης που είχε απομείνει, την Κρήτη, αν και κάτι τέτοιο μόνο εύκολο δεν αποδείχθηκε στην πράξη για τη Βέρμαχτ.
Γιατί προέβη σε μια τέτοια φιλοφρόνηση όμως ο άνθρωπος που αιματοκύλησε την υφήλιο και που ακριβώς αποσκοπούσε; Ποιες φράσεις ακριβώς χρησιμοποίησε και σε ποιο πλαίσιο ειπώθηκαν; Εάν διαβάσει κάποιος αναλυτικά τα όσα ειπώθηκαν εκείνη την ημέρα από τον ηγέτη του Εργατικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος θα διαπιστώσει ότι ο… σεβασμός του για τους Έλληνες ήταν τέτοιος, που την ίδια ώρα αποκάλυπτε ότι είχε υποσχεθεί στη Γιουγκοσλαβία να της παραχωρήσει «διέξοδο στο Αιγαίο, συμπεριλαμβανομένης μεταξύ άλλων και της πόλης της Θεσσαλονίκης».
Ας δούμε τα όσα ειπώθηκαν αναλυτικά:
Συνεδρίαση στην όπερα
Βερολίνο, απόγευμα της Κυριακής 4 Μαΐου 1941. Μεσούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην κεντρική αίθουσα του επιβλητικού κτιρίου της όπερας Κρολ (Kroll Opera House) του Βερολίνου συνεδριάζει το Ράιχσταγκ, το νομοθετικό σώμα της ναζιστικής Γερμανίας. Υπό άλλες συνθήκες θα συνεδρίαζε ακριβώς απέναντι, στο μέγαρο του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου, αλλά απ’ τον Φεβρουάριο του 1933, τέσσερις εβδομάδες αφότου ορκίστηκε ο Αδόλφος Χίτλερ καγκελάριος, έχει καταστραφεί από πυρκαγιά που φέρεται να έβαλαν οι ναζί προκειμένου να ρίξουν την ευθύνη σους κομμουνιστές και ν’ αρχίσουν οι μεγάλης κλίμακας διώξεις εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων – αν και κάτι τέτοιο η αλήθεια είναι ότι δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα με απτά στοιχεία.
Όταν οι δείκτες των ρολογιών δείχνουν έξι, ο πρόεδρος του Ράιχσταγκ, στρατάρχης Χέρμαν Βίλχελμ Γκαίρινγκ κηρύσσει την έναρξη της συνεδρίασης και εν συνεχεία δίνει τον λόγο στον 52χρονο φύρερ Αδόλφος Χίτλερ προκειμένου να αναγνώσει δηλώσεις της κυβέρνησής του. Πάνω απ΄ το βήμα φιγουράρει ένας τεραστίων διαστάσεων αετός που στα νύχια του βαστάει τη σβάστικα πλαισιωμένη με δάφνινο στεφάνι.
Η «άλλη άποψη»
Ολόκληρη αυτή η σύνθεση αποτελεί το εθνικό έμβλημα της ναζιστικής Γερμανίας από το 1935. Ο ηγέτης του «Τρίτου Ράιχ», όπως ονομάστηκε προπαγανδιστικά η εθνικοσοσιαλιστική δικτατορία του, θα μιλούσε εκείνη την ημέρα για την βαλκανική εκστρατεία, ενώπιον των βουλευτών (όλοι άνδρες) αλλά και πλήθους κόσμου που είχε συρρεύσει. Σε αυτή την ομιλία εκτάσεως 7.500 λέξεων, εμπεριέχεται επί της ουσίας και η «άλλη άποψη», πέρα από την κρατούσα, σχετικά με την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αφού ξεκινά θεωρώντας ότι ο πόλεμος οφείλεται σε… «αγγλογαλλική συνωμοσία» και ότι κύριος υπαίτιος του «καταχθόνιου σχεδίου» είναι ο «αιμοδιψής» Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ και το «διεθνές εβραϊκό κεφάλαιο των τραπεζών, των χρηματιστηρίων και των εξοπλισμών» φθάνει στο πώς παρασύρθηκε, όπως επεσήμανε, η χώρα μας. Για τον Χίτλερ φέρει βαριά ευθύνη ο βασιλεύς των Ελλήνων εκείνη την περίοδο, Γεώργιος Β’, επειδή ως βρετανόφιλος παρασύρθηκε από την «πολεμική πολιτική της Αγγλίας».
Διάκριση μεταξύ ελληνικού λαού και βασιλιά
Δηλώνει επί λέξει: «[…] Είμαι υποχρεωμένος – και νομίζω ότι οφείλω αυτό να το πω προς το συμφέρον της ιστορικής αλήθειας – να κάνω διάκριση μεταξύ του ελληνικού λαού και του λεπτού εκείνου στρώματος, που σχημάτιζε μια διεφθαρμένη διοικούσα κλίκα, η οποία εμπνεόμενη από ένα βασιλιά για τη συμμαχία της Αγγλίας, φρόντιζε λιγότερο για το αληθινό καθήκον που επέβαλλε η διοίκηση του ελληνικού κράτους και περισσότερο για τους σκοπούς της πολεμικής πολιτικής της Αγγλίας, που ψυχή τε και σώματι την ασπαζόταν. Λυπήθηκα ειλικρινά γι’ αυτό.
Ήταν θλιβερό για μένα, πολύ θλιβερό και πικρό, διότι ως Γερμανός με τη μόρφωσή μου κατά τη νεότητά μου, αλλά και λόγω του επαγγέλματός μου αργότερα, κατεχόμουν από βαθύτατο σεβασμό για τον πολιτισμό και τις τέχνες μιας χώρας, που ήταν η κοιτίδα του κάλλους και του ανθρώπινου μεγαλείου, υπήρξε – λέω – θλιβερό για μένα να βλέπω την εξέλιξη αυτή και να μην μπορώ να την αλλάξω. Είχαμε πληροφορηθεί από τα έγγραφα της «Σαριτέ» για τις μηχανορραφίες των στοιχείων εκείνων που αργά ή γρήγορα θα οδηγούσαν το ελληνικό κράτος σε μια δυστυχία χωρίς όρια. Στο τέλος του περασμένου καλοκαιριού (σ.σ. του 1940), ο Τσώρτσιλ είχε κατορθώσει να κάνει να πιστέψουν μερικά πνεύματα και κύκλοι ελληνικοί τις υποσχέσεις της πλατωνικής εγγύησης, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να αντιληφθεί μια μεγάλη σειρά διαρκών παραβιάσεων της ουδετερότητας».
Χίτλερ: Ο Μεταξάς είπε το «Όχι» του ’40 κατ΄εντολή των Άγγλων
Και συνεχίζει αναφερόμενος από τη δική του σκοπιά στο έπος του ΄40 κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου: «Πρώτη εθίγη η Ιταλία και γι’ αυτό υποχρεώθηκε να υποβάλει τον Οκτώβριο του 1940 προς την ελληνική κυβέρνηση προτάσεις και να αξιώσει εγγυήσεις, που φαίνονταν αρκετές για να θέσουν τέρμα στα ανυπόφορα αυτά για την Ιταλία γεγονότα. Κάτω από την επιρροή όμως των Βρετανών ταραχοποιών γα πόλεμο, η αίτηση εκείνη απορρίφθηκε απότομα, οπότε από το γεγονός αυτό έληξε η ειρήνη στα Βαλκάνια. (σ.σ. για τον Χίτλερ δηλαδή το ηρωικό «Όχι» ειπώθηκε από τον Ιωάννη Μεταξά κατ’ εντολής των Άγγλων και όχι επειδή εκείνες τις δραματικές ώρες ο Έλληνας δικτάτορας εξέφραζε τα συναισθήματα του ελληνικού λαού)
Οι κακοκαιρίες, το χιόνι, οι θύελλες και η βροχή μαζί με μια ηρωική αντίσταση των Ελλήνων στρατιωτών – οφείλω να το βεβαιώσω αυτό για να αποδώσω δικαιοσύνη στην ιστορία – έδωσαν στην κυβέρνηση των Αθηνών αρκετό χρόνο, ώστε να σκεφθεί για τις συνέπειες της ατυχούς απόφασής της και να εξετάσει τις δυνατότητες μια λογικής λύσης της κατάστασης. Διατηρούσα ακόμη μια αμυδρή ελπίδα ότι ίσως θα μπορούσε να συμβάλει με οποιονδήποτε τρόπο στο ξεκαθάρισμα της κατάστασης η Γερμανία, η οποία δεν είχε ακόμη διακόψεις τις διπλωματικές σχέσεις της με την Ελλάδα. Αλλά από τότε υποχρεώθηκα, όπως ήταν το καθήκον μου, να τονίσω ενώπιον ολόκληρου του κόσμου ότι δεν θα μέναμε αδρανείς σε επανάληψη της ιδέας μιας απόβασης στη Θεσσαλονίκη, παρόμοιας με εκείνη που είχε γίνει κατά τον Μεγάλο Πόλεμο (σ.σ. τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο του 1914 – 1918).
«Χτυπήσαμε τους Άγγλους, όχι τους Έλληνες»
«Δυστυχώς, προσθέτει αμέσως μετά ο Χίτλερ, η προειδοποίησή μου ότι από τη στιγμή που οι Άγγλοι θα εγκαθιδρύονταν στην Ευρώπη, σε οποιοδήποτε μέρος, θα ήμασταν υποχρεωμένοι να τους αποκρούσουμε αμέσως προς τη θάλασσα, δεν ελήφθη σοβαρά υπ’ όψιν. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, είδαμε κατά τη διάρκεια του περασμένου χειμώνα, ότι η Αγγλία άρχιζε σε συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό να εγκαθιστά και να ενισχύει βάσεις, που μπορούσαν να της χρησιμεύσουν ως αφετηρίες για τον σχηματισμό μιας νέας στρατιάς της Θεσσαλονίκης. Άρχισαν να δημιουργούν αεροδρόμια, να σχηματίζουν τον αναγκαίο εσωτερικό σκελετό, έχοντας την πεποίθηση ότι η κατάληψη των θέσεων θα γινόταν γρήγορα. Τέλος, γίνονταν συνεχώς μεταφορές υλικού και εφοδίων για ένα στρατό, που κατά την άποψη και τις προβλέψεις του κ. Τσώρτσιλ, επρόκειτο να αποβιβασθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες στην Ελλάδα. Αυτό δεν μας το έκρυψαν.
Υπήρξαμε επί ολόκληρους μήνες οι προσεκτικοί παρατηρητές αυτού του τρόπου εργασίας, αν και δείχναμε κάποια επιφύλαξη. Ο δυσάρεστος αντίκτυπος για τον ιταλικό στρατό στη Βόρειο Αφρική, λόγω μιας κατωτερότητας τεχνικής μορφής, της αντιαρματικής άμυνας και του τεθωρακισμένου όπλου, έπεισε τελικά τον κ. Τσώρτσιλ ότι είχε φτάσει η στιγμή για να μεταφέρει το θέατρο του πολέμου από τη Λιβύη στην Ελλάδα. Διέταξε τη μεταφορά των τεθωρακισμένων αρμάτων, που του απέμεναν ακόμη, καθώς και μεραρχιών πεζικού, που τις αποτελούσαν κυρίως Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί, έχοντας την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να εξαπολύσει τελικά το νέο πλήγμα του, που θα άναβε την πυρκαγιά στα Βαλκάνια. Ο κ. Τσώρτσιλ διέπραξε έτσι ένα από τα μεγαλύτερα στρατηγικά σφάλματα αυτού του πολέμου».
«Τα μέτρα δεν στρέφονταν κατά της Ελλάδας»
Ο Γερμανός καγκελάριος επισημαίνει πως «αμέσως μόλις έπαψα πια να αμφιβάλω ως προς τις προθέσεις της Αγγλίας να εγκατασταθεί στα Βαλκάνια, προχώρησα στα αναγκαία διαβήματα ώστε να θέσω στη διάθεση της Γερμανίας στα ζωτικά αυτά και σημαντικά εδάφη τις αναγκαίες δυνάμεις, προς άμεση απόκρουση της ενδεχόμενης ανοησίας του κυρίου αυτού. Οφείλω να δηλώσω επεξηγηματικά ότι τα μέτρα αυτά δεν στρέφονταν κατά της Ελλάδος. Ο Ντούτσε ποτέ δεν μου ζήτησε να θέσω στη διάθεσή του ούτε μία γερμανική μεραρχία. Ήταν πεπεισμένος ότι μόλις ερχόταν η καλή εποχή, ο αγώνας εναντίον της Ελλάδος θα ολοκληρωνόταν οπωσδήποτε με μια πλήρη επιτυχία και εγώ ο ίδιος την ίδια γνώμη είχα.
Επομένως η συγκέντρωση των γερμανικών δυνάμεων δεν έγινε για να παρασχεθεί βοήθεια στην Ιταλία εναντίον της Ελλάδος. Αντίθετα, η συγκέντρωση αυτή ήταν μάλλον μέτρο για να προλάβει τη βρετανική απόπειρα μυστικής εγκατάστασης υπό τη σκέπη του θορύβου του ιταλοελληνικού πολέμου στα Βαλκάνια, με τον σκοπό να προκαλέσουν εκεί, κατά το παράδειγμα του στρατού της Θεσσαλονίκης στον Μεγάλο Πόλεμο, μια απόφαση οριστική και ακόμη περισσότερο για να παρασύρουν έτσι και νέες δυνάμεις στη δίνη του πολέμου. Η ελπίδα αυτή στηρίχθηκε κυρίως πάνω σε δύο κράτη, την Τουρκία και τη Γιουγκοσλαβία, τα δύο ακριβώς κράτη με τα οποία προσπάθησα από την άνοδό μου στην εξουσία να επιτύχω στενή συνεργασία, που να στηρίζεται σε προοπτικές οικονομικής ωφέλειας».
Χάριζε στη Γιουγκοσλαβία διέξοδο στο Αιγαίο και τη Θεσσαλονίκη
Σε αρκετά σημεία της ομιλίας του ο φύρερ τονίζει ότι δεν ήταν στις προθέσεις του να μεταφέρει το θέατρο του πολέμου στα Βαλκάνια και ότι επιθυμούσε να ακολουθήσει την οδό της στενότερης συνεργασίας με τη Γιουγκοσλαβία για να μπορέσει να ανακόψει τη σύρραξη με την Ελλάδα. Μάλιστα για να προσελκύσει τους βόρειους γείτονές μας στη σφαίρα συμφερόντων του Άξονα, υποσχόταν διέξοδο στο Αιγαίο αλλά και την πόλη της Θεσσαλονίκης! Ειδικότερα, ο Χίτλερ πρόσφερε στη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση σύμφωνο συνεργασίας που εάν το υπέγραφε είχε τη διαβεβαίωση «ότι αν θα γίνονταν εδαφικές μεταβολές στα Βαλκάνια, θα της δινόταν διέξοδος στο Αιγαίο, συμπεριλαμβανομένης μεταξύ άλλων και της πόλης της Θεσσαλονίκης. Στις 25 Μαρτίου (σ.σ. 1941) υπογράφηκε στη Βιέννη ένα σύμφωνο, το οποίο πρόσφερε στο γιουγκοσλαβικό κράτος ευρύτατο μέλλον, και που διασφάλιζε στα Βαλκάνια την ειρήνη.
Έφυγα εκείνη την ημέρα από τη μητρόπολη του Δούναβη, πραγματικά ευτυχής, όχι μόνο διότι οι προσπάθειες της εξωτερικής πολιτικής έπειτα από οκτώ σχεδόν χρόνια απέδιδαν τους καρπούς τους, αλλά και διότι πίστευα ότι το γεγονός εκείνο καθιστούσε ίσως περιττή την τελευταία στιγμή κάθε γερμανική επέμβαση στα Βαλκάνια. Δύο μέρες αργότερα ταραχθήκαμε όλοι με την είδηση του πραξικοπήματος που επιχείρησε μια δράκα πληρωμένων επαναστατών, οι οποίοι κατάφεραν μια πράξη που επέπρωτο να αποσπάσει από τον πρωθυπουργό της Αγγλίας την κραυγή του θριάμβου, που τελικά είχε να αναγγείλει μια καλή είδηση. Έδωσα αμέσως λοιπόν τη διαταγή της επίθεσης, διότι δεν επιτρέπεται κανείς να συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο απέναντι στο Ράιχ».
«Ο Έλληνας στρατιώτης πολέμησε με θάρρος»
Αφού ανέλυσε τι συνέβη σε κάθε μέτωπο της βαλκανικής χερσονήσου, ο Χίτλερ έκανε τη μνεία προς τους Έλληνες. Είπε ειδικότερα: «Η ιστορική δικαιοσύνη μου επιβάλλει να διαπιστώσω ότι μεταξύ των εχθρών, που βρίσκονταν απέναντί μας, ο Έλληνας στρατιώτης προ πάντων πολέμησε με το μεγαλύτερο θάρρος. Συνθηκολόγησε μόνον όταν η εξακολούθηση της αντίστασης ήταν πλέον αδύνατη και δεν είχε πια κανένα λόγο».
Όσον αφορά τους αιχμαλώτους υπογράμμισε ότι «κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στη Γιουγκοσλαβία, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι στρατιώτες της γερμανικής εθνικής ομάδας, καθώς και των Κροατών και των Μακεδόνων (σ.σ. αναφέρεται προφανώς στους κατοίκους της νυν Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας), οι οποίοι ως επί το πλείστον αφέθηκαν αμέσως ελεύθεροι, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι καθαρά Σέρβοι 6.298 αξιωματικοί και 337.864 άνδρες. Οι αριθμοί αυτοί είναι πρόχειροι. Οι αριθμός των Ελλήνων αιχμαλώτων 8.000 αξιωματικών και 210.000 στρατιωτών δεν μπορεί να κριθεί και να εκτιμηθεί με το ίδιο μέτρο, δεδομένου ότι πρόκειται περί του ελληνικού μακεδονικού και ηπειρωτικού στρατού, ο οποίος περικυκλώθηκε και υποχρεώθηκε να καταθέσει τα όπλα, λόγω των γερμανοϊταλικών επιχειρήσεων. Έτσι οι αιχμάλωτοι Έλληνες απολύθηκαν ή θα απολυθούν αμέσως, λαμβανομένης υπ’ όψιν της ηρωικής στάσης αυτών των στρατιωτών. Ο αριθμός των Άγγλων αιχμαλώτων, Νεοζηλανδών και Αυστραλών ανέρχεται σε 9.000 αξιωματικούς και στρατιώτες».
«Τρέφουμε συμπάθεια για τον φτωχό ελληνικό λαό»
Στη χώρα μας γίνεται και πάλι αναφορά λίγο πριν το τέλος της ομιλίας του Γερμανού δικτάτορα. Όπως λέει, «τρέφουμε ειλικρινή συμπάθεια για τον φτωχό ελληνικό λαό, ο οποίος ηττήθηκε. Είναι το θύμα του βασιλιά του και μιας ολιγάριθμης κλίκας ιθυνόντων. Ωστόσο πολέμησε τόσο γενναία, ώστε και οι εχθροί τους δεν μπορούν να τους αρνηθούν την εκτίμησή τους». Το πόσο… συμπάθεια έδειξε προς τον ελληνικό λαό το γνωρίζουμε όλοι καλά.
Εξαιτίας των αυθαιρεσιών των κατακτητών εις βάρος της χώρας μας πέθαναν μόνο τον πρώτο χειμώνα που βρισκόντουσαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα (1941-1942) πάνω από 40.000 εξαιτίας της πείνας, χωρίς να συνυπολογίσουμε τις μαζικές εκτελέσεις συμπατριωτών μας σε όλες τις γωνιές της Ελλάδας, τις συλλήψεις και τα φρικτά βασανιστήρια όσων αγωνίστηκαν για την ελευθερία.
Πώς υποδέχθηκαν την ομιλία οι (λογοκριμένες) εφημερίδες
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας δημοσιεύτηκε την επόμενη μέρα με διθυραμβικούς τίτλους στον ελληνικό Τύπο. Μια σημαντική λεπτομέρεια όμως. Πρόκειται για εφημερίδες που κυκλοφορούσαν σε καθεστώς πλήρους λογοκρισίας. Οι περισσότερες βέβαια είχαν κλείσει από την πρώτη ημέρα που απαγορεύτηκε η ελευθεροτυπία ή είχαν ξεκινήσει να λογοκρίνονται σε καθημερινή βάση ήδη πολύ νωρίτερα, από τον Αύγουστο του 1936 που επιβλήθηκε το καθεστώς Μεταξά), αλλά όσες παρέμειναν περνούσαν πρώτα για έλεγχο από τη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα και μετά κυκλοφορούσαν.
Έτσι λοιπόν τα «Αθηναϊκά Νέα» της 5ης Μαΐου 1941 είχαν ως κεντρικό τίτλο: «Ο χθεσινός ιστορικός λόγος του καγκελάριου Χίτλερ ύμνος προς τον ηρωισμόν του Έλληνος στρατιώτου. Η ήττα βαρύνει τον βασιλέα και την κλίκαν του». Η ίδια εφημερίδα μια ημέρα μια ημέρα νωρίτερα είχε ως πρώτο θέμα την «επιβλητική παρέλαση των γερμανικών στρατευμάτων και ιταλικών δυνάμεων κατοχής» μπροστά από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στην πλατεία Συντάγματος.
Από την πλευρά του το «Ελεύθερον Βήμα» κάνει λόγο για «βαρυσήμαντο λόγο του καγκελάριου Χίτλερ διά τον πόλεμον εις τα Βαλκάνια» και στον υπότιτλο αναφέρει ότι «εξήρε την γενναιότητα και τον ηρωισμόν του ελληνικού στρατού και ετόνισεν ότι η ευθύνη δεν βαρύνει τον λαόν, αλλά τον βασιλέα και την ευάριθμον κλίκαν των κυβερνητών του».
Στην ίδια εφημερίδα την επόμενη μέρα (6 Μαΐου 1941) διαβάζουμε:«Βαθύτατη η απήχησις του λόγου του κ. Χίτλερ δια τον πόλεμον εις τα Βαλκάνια», κι αμέσως από κάτω: «Ο διεθνής Τύπος σχολιάζων τον λόγον εξαίρει την διακήρυξιν της νίκης του γερμανικού στρατού. Εξασφαλίζεται ο επισιτισμός και αποκαθίστανται ομαλώς αι συγκοινωνίαι του κράτους». Τώρα με ποιον τρόπο εξασφαλίστηκε ο επισιτισμός ενώ πέθαναν από την πείνα λίγους μήνες αργότερα δεκάδες χιλιάδες Έλληνες, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, είναι μια άλλη ιστορία…
- Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.