Τους ανθρώπους, πρόσφυγες και μετανάστες, που ζουν σαν σκιές στην πόλη, αφού δεν έχουν καταγραφεί από την Υπηρεσία Ασύλου, επιχειρεί να φέρει στο φως έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2018 από το δήμο Θεσσαλονίκης, με την υποστήριξη ανθρωπιστικών οργανώσεων.
Το δείγμα υπηκόων τρίτων χωρών, που δεν έχουν καταγραφεί από την Υπηρεσία Ασύλου, αποτελούσαν 441 άτομα, κατανεμημένα σε όλο το δήμο Θεσσαλονίκης και την Ανοικτή Δομή Υποδοχής (ΑΔΥ) Διαβατών, εκ των οποίων τα 222 ζούσαν άστεγα, 161 έμεναν ως μη δηλωμένοι κάτοικοι στην ΑΔΥ και τα υπόλοιπα ενοικίαζαν διαμερίσματα.
Όπως προέκυψε, η πλειονότητα αυτών των ανθρώπων- 93% – είχε φτάσει μέσω των συνόρων του Εβρου, κατείχε υπηρεσιακά σημειώματα χορηγηθέντα από την αστυνομία, προέρχονταν από τη Συρία (34%) και το Ιράκ (28%), είναι κυρίως άντρες κάτω των 35 ετών με τους περισσότερους να δηλώνουν ότι έχουν πρόθεση να ζητήσουν άσυλο στην Ελλάδα.
«Με δεδομένο το περιορισμένο δυναμικό του Περιφερειακού γραφείου Ασύλου της Θεσσαλονίκης και της τοπικής Διεύθυνσης Αλλοδαπών της αστυνομίας, οι νέες αφίξεις από τα χερσαία σύνορα δυσκολεύτηκαν σημαντικά στην υποβολή, στην Υπηρεσία Ασύλου, σχετικών αιτήσεων. Η δήλωση αποτελεί βασική προϋπόθεση προκειμένου ένα άτομο να ωφελείται από τις υπηρεσίες που παρέχονται επί του παρόντος στους αιτούντες άσυλο. Ο χρόνος που απαιτείται για τη δήλωση ενός ατόμου ως αιτούντα άσυλο στη Θεσσαλονίκη αποτελεί βασική ανησυχία που επεκτείνει και διατηρεί την κατάσταση έλλειψης στέγης για τους μη δηλωμένους αιτούντες άσυλο» καταγράφεται στην έρευνα που παρουσιάστηκε το πρωί στη Θεσσαλονίκη.
Αν και δεν έχουν δικαίωμα νόμιμης απασχόλησης στην Ελλάδα, διερευνήθηκαν τυχόν ανεπίσημες δραστηριότητες που πραγματοποιούσαν, παρά την έλλειψη απαραίτητων εγγράφων. Ελάχιστοι, κυρίως άγαμοι Πακιστανοί, δήλωσαν ότι έχουν εργαστεί και ορισμένοι ανέφεραν ότι παρείχαν «σεξουαλική εργασία». Λιγότεροι από τους μισούς δεν είχαν εισόδημα, το 28% ζούσε με δικές του αποταμιεύσεις και το 18% λάμβανε εμβάσματα από συγγενείς και φίλους στο εξωτερικό.
Εκτός από τους υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν καταγραφεί από την Υπηρεσία Ασύλου, πραγματοποιήθηκε, παράλληλα και έρευνα σε δείγμα 1.808 προσφύγων και αιτούντων άσυλο. Πρόκειται για άτομα, κυρίως Σύρους και Ιρακινούς, που διαμένουν σε διαμερίσματα, μέσω του προγράμματος ESTIA, είτε στεγάζονται με ίδια μέσα, είτε είναι δηλωμένοι κάτοικοι της Δομής Διαβατών. Είναι ενδεικτικό ότι, σε σύγκριση με τα νοικοκυριά στο πρόγραμμα στέγασης και στην ΑΔΥ Διαβατών, τα νοικοκυριά που στεγάζονταν με ίδια μέσα έδειξαν μεγαλύτερη δυνατότητα αυτάρκειας και είχαν συχνά αποδοχές από εργασία ως δευτερεύουσα πηγή εισοδήματος. Αυτή η πηγή εισοδήματος ήταν επιπρόσθετη της οικονομικής βοήθειας που αποτελούσε τη βασική πηγή εισοδήματος σε όλες τις κατηγορίες, ανάλογα με τον τύπο στέγασης.
«Παρότι όμως», αναφέρεται στη μελέτη, «η πρόθεση παραμονής αναφέρθηκε από την πλειονότητα των ερωτηθέντων σε όλες τις εθνικότητες, εντούτοις επικρατούσε περισσότερο στα νοικοκυριά Πακιστανών και Ιρακινών παρά σε αυτά Σύρων και Ιρανών».
Όσον αφορά την αλληλεπίδραση με Έλληνες, όταν ρωτήθηκαν αν τα παιδιά τους παίζουν με τα ντόπια παιδιά, μόλις το 36% των νοικοκυριών στα Διαβατά απάντησε θετικά, ποσοστό που όμως αυξάνεται στο 45% στα νοικοκυριά με στέγαση με ίδια μέσα και στο 52% στα νοικοκυριά με παιδιά στο πρόγραμμα στέγασης.
Για τη διεξαγωγή της έρευνας συγκροτήθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή στην οποία συμμετείχε ο Δήμος Θεσσαλονίκης, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), το Νορβηγικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (NRC), το κέντρο ημέρας Προσφύγων Αλκυόνη, η Άρσις, το Solidarity Now, το Δανέζικο Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (DRC), ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (IOM), ο σύλλογος εθελοντών OMNES, το δίκτυο της κοινωνίας των πολιτών Help Refugees, η οργάνωση INTERSOS, η οργάνωση Filoxenia και ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός.