Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας έφυγε από τη ζωή και η είδηση του θανάτου του προκάλεσε θλίψη σε όλη την Ελλάδα.
Ο γνωστός τραγουδιστής, σε μία από τις τελευταίες του τηλεοπτικές συνεντεύξεις, στην εκπομπή «Καλύτερα δε γίνεται» είχε μιλήσει για τους Τερμίτες και την κόντρα που είχαν με τους Φατμέ, τη διάλυση του συγκροτήματος, αλλά και τις δυσκολίες στην αρχή της σόλο καριέρας του.
Η κόντρα ανάμεσα στους Φατμέ και στους Τερμίτες
«Με τον Νίκο Πορτοκάλογλου ξεκινήσαμε μαζί. Ξεκινήσαμε μαζί τα συγκροτήματα. Ήμασταν της ίδιας γενιάς, της ίδιας εποχής. Αυτός με τους Φατμέ, εγώ με τους Τερμίτες. Ήμασταν σε μια αιώνια κόντρα. Ωραίο ήταν αυτό. Είχε τον χαβαλέ του. Συμπτωματικά γίνονταν πράγματα μαζί.
Δηλαδή όταν εμείς παίξαμε με τον Νταλάρα, αυτοί έπαιξαν με την Αλεξίου. Αυτό ήταν ένα πράγμα που τότε – μην κοιτάς τώρα που θεωρείται συνηθισμένο – ήταν ιδιαίτερο. Φάγαμε χώμα για αυτή την ιστορία τότε. Έπεσαν οι ροκάδες όλοι να μας κατασπαράξουν. Μας απέβαλαν από την κοινότητα. Οι Τερμίτες διαλύθηκαν γιατί δεν είχαμε να φάμε».
«Δεν είχαμε ρεπερτόριο για τον πολύ κόσμο. Ήταν δύσκολοι οι στίχοι, δύστροπες μουσικές. Το θέμα ήταν ότι εγώ ήμουν δικτάτορας στην τέχνη και στον τρόπο που χειριζόμασταν τα πράγματα. Ήθελα να γίνεται το δικό μου, να περνάνε τα τραγούδια που ήθελα εγώ. Ήθελα να έχω μια αισθητική συγκεκριμένη για το συγκρότημα.
Ήμασταν πέντε διαφορετικοί άνθρωποι, δεν λειτουργούσε δημοκρατικά. Σκέψου ότι έκανα τα τραγούδια και έβαζα «μουσική – Τερμίτες», δεν έβαζα Λαυρέντης Μαχαιρίτσας. Στα 10 τραγούδια τα 7 ήταν δικά μου, αλλά έλεγα «Μουσική – Τερμίτες» γιατί δικαίως έρχονταν οι άλλοι και έλεγαν κάτσε εμείς δεν θα βάλουμε κανένα τραγούδι; Και πως θα γίνει η μοιρασιά μετά στην ΑΕΠΙ.»
Η διάλυση του συγκροτήματος και η σόλο καριέρα
«Οι Τερμίτες ως όνομα ήταν ένας φόρος τιμής στους Beatles. Όταν διαλυθήκαμε για κανά δυο χρόνια πέρασα πολύ δύσκολα.Έκανα έναν δίσκο «Ο μαγαπάς και η σαγαπώ», ο οποίος ήταν καλός, αλλά δεν έκανε τίποτα και ξαφνικά μου προκύπτει το «Διδυμότειχο Μπλουζ». Και λέω θα το τραγουδήσω με τον Παπακωνσταντίνου σκεφτόμουν. Ήθελα να κάνω ένα ζεϊμπεκικο ροκ να το πούμε με τον Παπακωνσταντίνου.
Και ο θρυλικός Μάκης Μάτσας – σαν παιδί δούλευα στο τμήμα πωλήσεων στην εταιρεία και στην σόλο καριέρα πήγα στον Μάτσα – μου λέει: «δεν το λέμε στον Νταλάρα που το υποστηρίζει κιόλας;. Ο Βασίλης τώρα που θα τον βρεις και θα το παίζει στις συναυλίες του; Είναι και περίεργος…». Λέω: «Πάλι τον Νταλάρα;». «Ναι γιατί είχες πρόβλημα την προηγούμενη φορά;». Είχαμε κάνει τη «Σκόνη» με τους Τερμίτες. Ε και έγινε αυτό το τραγούδι το οποίο ήταν καταιγιστικό.»
Ο Αντώνης Βαρδής ήταν πολύ ευγενικός άνθρωπος και του είχα πει την εποχή που δεν είχα δουλειά να πάω να παίξουμε μαζί. Δεν ήξερα τι να κάνω. Με συντηρούσε η γυναίκα μου που ήταν αγιογράφος. Για δυο χρόνια. Δεν έβρισκα, ήταν δύσκολο να παίξουμε. Και μου είπε: «Είναι πολύ καλά πράγματα αυτά που κάνεις για τα μαγαζιά που παίζω εγώ». Ήταν τόσο γλυκός άνθρωπος ο Αντώνης. Και έτσι έγινε», είχε πει τότε ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας.