Ένα δύσκολο φθινόπωρο περιμένει την αγορά, αφού οι τράπεζες έχουν περιορίσει δραστικά τις νέες χορηγήσεις δανείων. Χιλιάδες επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες αναζητούν κεφάλαια κίνησης για τη συνέχιση των εργασιών και την εξόφληση υποχρεώσεών τους που λήγουν. Παράλληλα οι τράπεζες, αντιμέτωπες με τα δικά τους προβλήματα ρευστότητας και με μοναδική διέξοδο δανεισμού ως σήμερα την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εφαρμόζουν συντηρητική πολιτική δανειοδοτήσεων, αφού εκτός από την ύφεση της ίδιας της οικονομίας έχουν να αντιμετωπίσουν και το «τέρας» των αυξανόμενων επισφαλειών.
Δεν είναι τυχαίο ότι πληθαίνουν οι αιτήσεις εταιρειών για ένταξη στο άρθρο 99 του νέου πτωχευτικού κώδικα (Ατλάντικ, Rollini κ.ά.) αφού δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και οι τράπεζες με τη σειρά τους τούς τραβάνε το χαλί, διότι δεν συζητούν το ενδεχόμενο να αναδιαρθρώσουν τα δάνειά τους.
Ήδη η κυβέρνηση ανακοίνωσε εσπευσμένα νέο πακέτο στήριξης 25 δισ. ευρώ με τη μορφή εγγυήσεων για τις ελληνικές τράπεζες αντιλαμβανόμενη τις συνθήκες ασφυξίας που επικρατούν στην αγορά. Σημαντικό ποσόν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα πάει στο σύνολό του σε δάνεια, αφού οι τράπεζες λόγω των αυστηρότερων κανόνων δανεισμού που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) από τις αρχές του επόμενου έτους θα λάβουν περί τα 20 δισ. ευρώ. Δηλαδή οι τράπεζες για κάθε 1 εκατ. ευρώ ομολόγων εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο που θα καταθέτουν στην ΕΚΤ θα εισπράττουν 800.000 μετρητά. Από τα υπόλοιπα 20 δισ. ευρώ το μεγαλύτερο ποσοστό θα χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή και την αναχρηματοδότηση παλαιότερων υποχρεώσεών τους προς την ΕΚΤ και επενδυτές.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της συνολικής χρηματοδότησης της οικονομίας διαμορφώθηκε τον Ιούνιο στο ιστορικό χαμηλό του 2,5% από 2,8% έναν μήνα νωρίτερα και 4,2% τον Δεκέμβριο του 2009. Σε μηνιαία βάση ο ρυθμός αύξησης της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις παρέμεινε αμετάβλητος, ενώ περαιτέρω επιβράδυνση παρατηρήθηκε και στην πιστωτική επέκταση προς τα νοικοκυριά.
Ειδικότερα προς τα νοικοκυριά εκτιμάται ότι κόβονται επτά στις δέκα αιτήσεις. Οι απορρίψεις είναι μεγαλύτερες στην καταναλωτική πίστη, όπου οι τράπεζες εμφανίζονται ιδιαίτερα προσεκτικές, αφού έχουν «καεί» με τις υπερβολές του παρελθόντος. Αλλά και στη στεγαστική πίστη η κάνουλα των χορηγήσεων έχει κλείσει, παρά την εξασφάλιση που παρέχει το ακίνητο. Οι καθυστερήσεις στην αποπληρωμή στεγαστικών συνεχίζουν να αυξάνονται την ίδια στιγμή που οι τιμές των ακινήτων υποχωρούν. Έτσι περισσότερες από μία στις δύο αιτήσεις απορρίπτονται. «Πληρώνουμε δικά μας λάθη» επισημαίνει στέλεχος στη στεγαστική πίστη μεγάλης τράπεζας και εξηγεί: «Χρηματοδοτούσαμε το 100% σπιτιού 200 τ.μ. με αποτέλεσμα η μηνιαία δόση να φθάνει και τις 3.000 ευρώ. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι τέτοια ποσά δεν μπορεί να τα σηκώσει ο καταναλωτής και τώρα καλούμαστε να διαγράψουμε τέτοια δάνεια».
Στα δάνεια προς επιχειρήσεις και ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες οι απορρίψεις είναι περισσότερες. Ωστόσο, στην περίπτωση των επιχειρηματικών δανείων η απόρριψη λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης και ο επιχειρηματίας δεν προχωρεί στην κατάθεση αίτησης, όπως συμβαίνει στην καταναλωτική πίστη όπου τα αιτήματα εξετάζονται μαζικά.
Εκτιμάται ότι σε σχέση με πέρυσι έχουν λείψει από την αγορά περισσότερα από 2,6 δισ. ευρώ. Τα σημαντικότερα προβλήματα εντοπίζονται στον εμπορικό κλάδο, ενώ σε πολύ χαμηλά επίπεδα παραμένει ο δανεισμός στον τουρισμό.
Παράλληλα ο περιορισμός των εισοδημάτων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, η άνοδος της ανεργίας και η γενικότερη αρνητική ψυχολογία των νοικοκυριών έχουν προκαλέσει σημαντική πτώση στην ιδιωτική κατανάλωση, με αποτέλεσμα χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες να βρίσκονται σε απόγνωση. Δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο ένας φαύλος κύκλος που οδηγεί τα εισοδήματα σε χαμηλότερα επίπεδα, με αποτέλεσμα την αύξηση των υποχρεώσεων που δεν εξυπηρετούνται εμπρόθεσμα.
Τραπεζικοί παράγοντες επισημαίνουν ότι οι συνθήκες ασφυξίας στην αγορά θα συνεχιστούν, καθώς η πορεία του κλάδου είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ελληνική οικονομία. Όπως τονίζουν σχετικά, όσο το Δημόσιο παραμένει αποκλεισμένο από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου σε ανάλογη θέση θα βρίσκονται και οι τράπεζες. Ως τότε μοναδική πηγή δανεισμού θα παραμείνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), στην οποία τα πιστωτικά ιδρύματα χρωστούν με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία περισσότερα από 93 δισ. ευρώ, με τη βοήθεια και των κρατικών εγγυήσεων. Δεδομένου του γεγονότος ότι κάποια στιγμή μέσα στην ερχόμενη χρονιά η Ευρωτράπεζα θα ξεκινήσει την απόσυρση των έκτακτων μέτρων στήριξης του συστήματος, οι ελληνικές τράπεζες θα αναγκαστούν να απευθυνθούν στην πιο ακριβή διατραπεζική αγορά.
Πηγή: Το Βήμα