Μήνυμα με πολλούς αποδέκτες εκτιμάται ότι αποτελεί η δήλωση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Νίκου Σακελλαρίου, λίγο πριν την έναρξη της συζήτησης, ενώπιον της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου, των αιτήσεων ακυρώσεως για τις τηλεοπτικές άδειες.
Οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας «δεν καθοδηγούνται, δεν επηρεάζονται, ούτε υποκύπτουν σε πιέσεις», είπε ο πρόεδρος συμπληρώνοντας με νόημα «ματαιοπονούν όσοι προσπαθούν για το αντίθετο».
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας: «Η εποχή στην οποία ζούμε σήμερα είναι η εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσεως και των Μνημονίων. Είναι η εποχή της επικυριαρχίας του οικονομικού επί του θεσμικού η οποία χαρακτηρίζεται από πρωτοφανή υποχώρηση του κράτους δίκαιου και ιδίως του κοινωνικού κράτους. Υπό τας συνθήκας αυτά αποτελεί πρωταρχικό καθήκον όλων μας από οποιαδήποτε θέση και αν ευρισκόμεθα να συμβάλλουμε με όλες τις δυνάμεις μας στην έξοδο της χώρας μας από την κρίση, ενισχύοντας τους βασικούς θεσμούς του κράτους, που στηρίζουν και εκφράζουν το δημοκρατικό μας πολίτευμα, τον πνευματικό μας και ηθικό μας πολιτισμό, οι οποίοι πολλές απερίσκεπτως ή κακοβούλως διασύρονται…
Οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφαίνονται με πλήρη ανεξαρτησία και πνεύμα ουδετερότητας, δεν καθοδηγούνται, δεν επηρεάζονται, ούτε υποκύπτουν σε πιέσεις από όπου κι αν αυτές προέρχονται, ούτε βεβαίως πτοούνται από προσωπικές και ανοίκειες επιθέσεις αλλά επιτελούν το υπηρεσιακό τους καθήκον ανεπηρέαστοι και με τη δέουσα υπευθυνότητα, ματαιοπονούν επομένως όσοι προσπαθούν για το αντίθετο. Εκείνο που θεωρούμε απολύτως επιβεβλημένο να επισημάνουμε είναι οποιαδήποτε φύσεως ενέργειες χειραγωγήσεως του δικαστηρίου ή υπαγορεύσεων σε αυτό της επιθυμητής αποφάσεως σε εκκρεμεί μάλιστα δίκη. Εκτός του ότι είναι απολύτως απαράδεκτο να συμβαίνει σε ένα κράτος δικαίου πολύ δε περισσότερο όταν προέρχονται από διαδίκους με τη χρήση μάλιστα εντύπων και ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης τα οποία διαθέτουν, συνιστούν ευθεία επέμβαση στο έργο της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης η οποία πράττει και θα συνεχίσει να πράττει το καθήκον της και τις καταδικάζουμε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο».