Στην έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής διατυπώνονται ενστάσεις και προβληματισμοί αναφορικά με τη συνταγματικότητα σειράς διατάξεων του νομοσχεδίου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η έκθεση ξεκινά από τη διαπίστωση ότι κατά το Σύνταγμα και τη νομολογία του ΣτΕ, «πλήρης αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ δεν μπορεί να είναι η αυτοδιοίκηση των τακτικών μόνο καθηγητών, δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται σαν απλά ιδρύματα (σύνολα περιουσίας, ταγμένης για εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού), αλλά και σαν “ενώσεις προσώπων”».
«..Το Σύνταγμα δεν αγνοεί το σωματειακό στοιχείο, αλλά το διαχωρίζει από τον πυρήνα του πανεπιστημίου», σημειώνεται και προστίθεται ότι ο κοινός νομοθέτης θεσπίζοντας τους κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας των ΑΕΙ πρέπει να έχει υπόψη του, εν προκειμένω, τη «φύση του πράγματος, δηλαδή τη συγκρότηση του πανεπιστημιακού χώρου από τους συγκεκριμένους φορείς της διδασκαλίας και της έρευνας, διδάσκοντες και διδασκόμενους και την αποστολή τους, δηλαδή την εκπλήρωση του σκοπού της ανώτατης εκπαίδευσης, προστατεύοντας τα δικαιώματα των μεν και των δε και ρυθμίζοντας αντιστοίχως, τις υποχρεώσεις τους».
Ενστάσεις εκφράζονται για τις προϋποθέσεις και τα προσόντα για την κατάληψη θέσης καθηγητή που το νομοσχέδιο κάνει παραπομπή στον Οργανισμό κάθε ΑΕΙ. Όπως αναφέρει,«προσόντα και πρόσθετες προϋποθέσεις για την κατάληψη θέσης καθηγητή κάθε βαθμίδας δεν αποτελούν μόνον εσωτερικό θέμα κάθε ιδρύματος, αλλά επιδρούν και στα λοιπά ιδρύματα της χώρας, καθώς και στη λειτουργία της Πολιτείας στο σύνολο της».
Αντιρρήσεις εκφράζονται στην έκθεση για τις εκλογές, ως εξωτερικών μελών του Συμβουλίου διοίκησης, συνταξιούχων καθηγητών, καθώς και εν ενεργεία καθηγητών αλλοδαπών ΑΕΙ. Το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής κάνει ευθέως λόγο για «διακριτικές μεταχειρίσεις υπέρ καθηγητών ελληνικής ιθαγένειας ξένων πανεπιστημίων και των συνταξιούχων καθηγητών άλλων ΑΕΙ του εσωτερικού».
Αναφέρει δε χαρακτηριστικά: «Θα μπορούσε να προκύψει το εξής παράδοξο: Καθηγητής ΑΕΙ, ο οποίος έχει διανύσει μεγάλο αριθμό ετών σε ΑΕΙ, αλλά έχει λάβει τη σύνταξη του από άλλο ΑΕΙ, στο οποίο υπηρέτησε πολύ λιγότερο χρόνο, να μην κωλύεται να μετάσχει στο Συμβούλιο του πρώτου ΑΕΙ, αλλά να κωλύεται να μετάσχει στο Συμβούλιο του δεύτερου ΑΕΙ από το οποίο συνταξιοδοτήθηκε».
Ακόμα, το Επιστημονικό Συμβούλιο αφού προσδιορίζει ότι η διεύρυνση των ειδικών εκλεκτορικών σωμάτων με καθηγητές ξένων πανεπιστημίων δεν έχει κριθεί δικαστικά, σημειώνει ότι «τίθεται το ερώτημα αν η διάταξη συνάδει με την πλήρη Αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ. Αν, δηλαδή, μπορεί να γίνει συγκρότηση οργάνων διοίκησης των ΑΕΙ με συμμετοχή ξένων καθηγητών». “Σε κάθε περίπτωση αυτό θα αποτελέσει, εν αμφισβητήσει, αντικείμενο δικαστικής εκτίμησης», καταλήγει η έκθεση.
Το Επιστημονικό Συμβούλιο αποκλείει κατηγορηματικά την προοπτική να εκλεγεί πρύτανης από πανεπιστήμιο του εξωτερικού, όπως αναφέρει το άρθρο 8, παράγραφος 14, του σχεδίου νόμου. Στην έκθεση σημειώνεται ότι «ο πρύτανης πρέπει να είναι μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας του συγκεκριμένου εκάστοτε ΑΕΙ».
Προβληματισμός διατυπώνεται, επίσης, για τις αυστηρές προϋποθέσεις και περιορισμούς που θέτει το νομοσχέδιο για την εκλογή καθηγητή οποιασδήποτε βαθμίδας, ενώ εκφράζονται ενστάσεις για την επιλογή και εξέλιξη καθηγητών όλων των βαθμίδων από ειδικές επιτροπές, εφόσον σε αυτές συμμετέχουν και μέλη ΑΕΙ του εξωτερικού.
Χαρακτηριστικά τονίζεται στην έκθεση ότι ο όρος διαπρεπής καθηγητής της αλλοδαπής που αναφέρεται στο σχέδιο νόμου, ως προϋπόθεση γραπτής αξιολόγησης για την εξέλιξη ενός καθηγητή «είναι όρος νομικώς μη αξιολογήσιμος ενώ θα ήταν άτοπο να διαχωριστούν οι καθηγητές του ίδιου του ΑΕΙ στις υποκατηγορίες των «διαπρεπών» και των «μη διαπρεπών».