«Τα θύματα είμαστε εγώ και αυτός, το παιδί και εγώ, πεθαίνω κάθε μέρα, κάθε λεπτό, οι οικογένειές μας σίγουρα πονάνε», ψέλλισε ο κατηγορούμενος και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, προσπαθώντας, μέσα στο κλάμα του, να διατυπώσει ότι συμμερίζεται τον πόνο της οικογένειας του 15χρονου.
Όταν κλήθηκε να αναφερθεί στο μοιραίο βράδυ του Σαββάτου, υποστήριξε ότι ενώ βρισκόταν μέσα στο περιπολικό με τον συγκατηγορούμενό του, δέχθηκε επίθεση με πέτρες και μπουκάλια από περίπου δέκα συγκεντρωμένα άτομα.
Στη συνέχεια είπε ότι μαζί με τον Σαραλιώτη άφησε το περιπολικό κοντά στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ και μαζί πήγαν πεζή στην οδό Τζαβέλα όπου κι εκεί τους επιτέθηκαν με πέτρες και μπουκάλια περίπου είκοσι με τριάντα άτομα.
Ανέφερε ακόμη ότι ο συγκατηγορούμενός του έριξε δύο βολίδες κρότου λάμψης με αποτέλεσμα να οπισθοχωρήσουν κάποια άτομα αλλά όπως είπε είδε ότι και από τη μεριά της Κωλέτη υπήρχαν συγκεντρωμένοι, που τους έβριζαν και τους πετούσαν αντικείμενα.
«Αισθάνθηκα εγκλωβισμένος από την επίθεση, έβγαλα το πιστόλι και πυροβόλησα, νομίζω, δυο φορές. Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, έχω ακόμα στο μυαλό μου τους έντονους ήχους από σπασίματα και φωνές. Τα συναισθήματά μου εκείνη τη στιγμή είναι πάρα πολλά. Συνειδητοποιώ ότι έχω κάνει χρήση του όπλου και έχω συγκλονιστεί. Λέω στον συνάδελφο “πάμε να φύγουμε”. Θυμάμαι, ότι κοιταζόμασταν, χωρίς να μιλάμε».
Ο Κορκονέας όταν μεταφέρθηκε στην ΓΑΔΑ υποστήριξε ότι τους είπαν αρχικά για τραυματισμό ενός πολίτη και αφού παρέδωσαν τα όπλα, έμαθαν ότι υπήρξε θάνατος. Και είπε: «Δεν μπορούσα να το πιστέψω».
Στο δικαστήριο και ύστερα από αίτημα της πολιτικής αγωγής έγινε επίδειξη των ρούχων που φορούσε το μοιραίο βράδυ ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος ενώ για πρώτη φορά εμφανίστηκε στην αίθουσα η γιαγιά του 15χρονου, η οποία με δάκρυα στα μάτια και κρατώντας στο στήθος τη φωτογραφία του εγγονού της, παρακολουθούσε την επίδειξη των πειστηρίων.