Το πράσινο φως άναψε το Συμβούλιο της Επικρατείας –μετά τις καταδικαστικές για τη χώρα μας αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ)– για την επάνδρωση των πλοίων που φέρουν ελληνική σημαία με Ευρωπαίους πλοιάρχους και υποπλοιάρχους.
Ειδικότερα, κατατέθηκε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος με το οποίο τροποποιείται το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο (Π.Δ. 12/1993 και Π.Δ. 315/1995), που προβλέπει ότι οι υπήκοοι των κρατών-μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών πλην Ελβετίας που έχουν την ιδιότητα του ναυτικού έχουν την ίδια δυνατότητα προσβάσεως σε θέσεις εργασίας επί ελληνικών εμπορικών πλοίων με εκείνη που επιφυλάσσεται για τους Έλληνες ναυτικούς, εξαιρουμένης της θέσεως του πλοιάρχου και του νόμιμου αναπληρωτή του. Δηλαδή, οι δύο τελευταίες κατηγορίες ναυτικών πρέπει να έχουν την ελληνική ιθαγένεια.
Το υπουργείο Θαλασσίων Υποθέσεων οδηγήθηκε στην αλλαγή της ισχύουσας νομοθεσίας κατόπιν δύο αποφάσεων του ΔΕΚ οι οποίες καταδίκασαν την Ελλάδα, καθώς παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 39 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Παρέβη μάλιστα η Ελλάδα τις υποχρεώσεις της, καθώς διατηρεί στη νομοθεσία της την απαίτηση της ελληνικής ιθαγένειας για την πρόσβαση στις θέσεις του πλοιάρχου και υποπλοιάρχου σε όλα τα υπό ελληνική σημαία πλοία.
Η Ελλάδα, προκειμένου να στηρίξει τη θέση της ενώπιον του ΔΕΚ περί υποχρεωτικής ελληνικής ιθαγένειας των πλοιάρχων και υποπλοιάρχων των υπό ελληνική σημαία πλοίων, ισχυρίσθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι «λόγω της γεωγραφικής θέσεώς της και του νησιωτικού χαρακτήρα της, προβλέπεται ότι τα υπό ελληνική σημαία εμπορικά πλοία μπορεί να κληθούν να συμμετάσχουν στην άμυνα της χώρας και στην αντιμετώπιση κρίσεων σε καταστάσεις που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας και σημαντικών δημοσίων αγαθών, κατά δε το ελληνικό δίκαιο, οι προνομίες δημόσιας εξουσίας που απονέμονται στον πλοίαρχο και στον υποπλοίαρχο συνδέονται με τη διατήρηση της ασφάλειας επί του πλοίου, με την άσκηση αστυνομικών καθηκόντων συνοδευομένων από ανακριτικές εξουσίες, με την άσκηση καταναγκασμού ή την επιβολή κυρώσεων και με την άσκηση αρμοδιοτήτων συμβολαιογράφου και ληξίαρχου». Οι θέσεις αυτές της ελληνικής κυβέρνησης δεν έγιναν δεκτές από το ΔΕΚ.
Το Ε’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ’ αριθμ. 272/2010 γνωμοδότησή του (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Κ. Μενουδάκος και εισηγήτρια η πάρεδρος Ελένη Μουργιά) έκρινε νόμιμο το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος με το οποίο επιτρέπεται να επανδρώνουν τα ελληνικά πλοία πλοίαρχοι και υποπλοίαρχοι Ευρωπαΐοι υπήκοοι (υπήκοοι κρατών-μελών της Ε.Ε. ή του ΕΟΧ).
Οι δικαστές έθεσαν, όμως, ως προϋπόθεση για τους υπηκόους και υποπλοιάρχους που δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια να διαθέτουν επάρκεια γνώσης της ελληνικής γλώσσας προς εξασφάλιση της επικοινωνίας με τις ελληνικές αρχές και κατανόησης με σαφήνεια και ακρίβεια της ελληνικής ναυτιλιακής νομοθεσίας, που επιτρέπει τη διαχείριση εγγράφων σχετικών με τη λειτουργία του πλοίου και την άσκηση των καθηκόντων με τα οποία είναι επιφορτισμένος ο πλοίαρχος. Μάλιστα, υπογραμμίζουν οι δικαστές του ΣτΕ ότι στο σχέδιο Π.Δ. πρέπει να προστεθεί διάταξη η οποία να προβλέπει ότι οι πλοίαρχοι πρέπει να υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση ότι κατέχουν επαρκώς την ελληνική γλώσσα.
Στη γνωμοδότηση του ΣτΕ σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι η προϋπόθεση κατοχής της ελληνικής γλώσσας για την κάλυψη της θέσης του πλοιάρχου σε υπό ελληνική σημαία πλοίο δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με τον 1612/1968 Κανονισμό του Συμβουλίου περί «της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας».
Αντίθετα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε μη νόμιμη και διαγραπτέα τη διάταξη εκείνη του σχεδίου Π.Δ. που προέβλεπε ότι με απόφαση του υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούν τα εμπορικά πλοία να επανδρωθούν μόνο από Έλληνα πλοίαρχο και υποπλοίαρχο.
Και καταλήγει η γνωμοδότηση του ΣτΕ ότι εάν το υπουργείο Θαλασσίων Υποθέσεων θέλει σε εξαιρετικές περιπτώσεις να επανδρώνονται τα πλοία με Έλληνα πλοίαρχο και υποπλοίαρχο, πρέπει να προσθέσει διάταξη με την οποία να ορίζει τις συγκεκριμένες αυτές περιπτώσεις που απαιτείται η ελληνική ιθαγένεια για την πρόσβαση στις θέσεις του πλοιάρχου και υποπλοιάρχου.