Η κυβέρνηση εργάζεται για το όσο το δυνατόν συντομότερο κλείσιμο της β΄αξιολόγησης. Αυτό τόνισε σε αποψινή του συνέντευξη στην τηλεόραση του «Ε», ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, επισημαίνοντας ότι υπάρχουν συγκρούσεις που μαίνονται στο εσωτερικό της Ευρώπης και αγγίζουν ως ένα σημείο και το ελληνικό πρόγραμμα. Πρόσθεσε δε, ότι οι διαβουλεύσεις είναι διαρκείς. Εξέφρασε την πεποίθησή του ότι θα διαμορφωθεί ο απαραίτητος συσχετισμός, που θα οδηγήσει στην λύση του ζητήματος, καθώς, όπως τόνισε, η (ευρωπαϊκή) ήπειρος, δεν αντέχει και άλλη κρίση.
Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος είπε ότι, επιθυμία της κυβέρνησης είναι η διαμόρφωση των αξόνων μιας συμφωνίας, έτσι ώστε τα επόμενα βήματα να έχουν περισσότερο τυπικό χαρακτήρα, ενώ δεν θέλησε να προσδιορίσει συγκεκριμένη ημερομηνία ως όριο, ερωτηθείς αν η 20η Φεβρουαρίου θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο χρονικό όριο.
Χαρακτήρισε «δεδηλωμένο πρωτεύοντα στόχο» της ελληνικής κυβέρνησης την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, επισημαίνοντας ότι μια τέτοια εξέλιξη πέραν της ρευστότητας στην αγορά, θα “παρασύρει τα ελληνικά ομόλογα προς τα κάτω και ταυτόχρονα θα στείλει ένα μήνυμα ως σημείο μη επιστροφής”».
Ερωτηθείς αν υπάρχει περίπτωση μείωσης του αφορολόγητου, είπε ότι πρέπει κανείς να «κρατά μικρό καλάθι» στα διάφορα σενάρια που διαρρέουν και υπογράμμισε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να ψηφίσει κανένα προληπτικό μέτρο που να αφορά στην περίοδο μετά το 2018.
Ταυτόχρονα, αποσαφήνισε ότι ομοίως, δεν υπάρχει περίπτωση να ψηφιστεί από την κυβέρνηση κανένα μέτρο που να έχει άμεση εφαρμογή.
Επίσης, απαντώντας στην ερώτηση, αν η κυβέρνηση μπορεί να δεχθεί την υιοθέτηση σκληρών μέτρων έναντι ενός κοινωνικού πακέτου, επανέλαβε ότι πρέπει κανείς να “κρατά μικρό καλάθι” στα διάφορα σενάρια, από την στιγμή που δεν έχουν αναληφθεί πρωτοβουλίες, ούτε έχουν αρχίσει συζητήσεις υπογραμμίζοντας και πάλι ότι η κυβέρνηση δεν αποδέχεται την ψήφιση οποιουδήποτε προληπτικού μέτρου και προσθέτοντας ότι «δεν θα δεχθούμε συμφωνία που δεν θα είναι κοινωνικά βιώσιμη».
Όπως είπε, η περίοδος μέχρι το 2018, οπότε και λήγει το πρόγραμμα, έχει “κλείσει”, καθώς έχει ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση.
«Αυτά που ζητά το ΔΝΤ», συνέχισε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, «αφορούν το 2019. Όταν το ΔΝΤ θεωρεί ότι θα υπάρχει κενό 4,5 δισ. ζητούν μέτρα ύψους 4,5 δισ., όμως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και η ελληνική κυβέρνηση έχουν άλλη οπτική και βασίζονται πάνω στα πραγματικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας».
«Οι καταγραφές της οικονομίας μας, έχουν αναγνωρισθεί από την ΕΚΤ, το Eurogroup και την Κομισιόν» πρόσθεσε, επισημαίνοντας ότι η διελκυστίνδα, τελικά, αφορά το σύνολο της Ευρώπης και το ΔΝΤ.
Είπε ακόμα, ότι η ελληνική κυβέρνηση θα επιμείνει μέχρι τέλους στην αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Ερωτηθείς για το τι μέλλει γενέσθαι με το ΔΝΤ, είπε ότι το Ταμείο πρέπει να αποφασίσει και να πει αν θα συμμετέχει στο πρόγραμμα, υπενθυμίζοντας ότι είναι μέρος της συμφωνίας, «το ΔΝΤ να εξετάσει την πιθανότητα χρηματοδότησης του ελληνικού προγράμματος».
Σε λανθασμένες παραδοχές βασιζόταν η έκθεση του ΔΝΤ
Σε ό,τι αφορά την Έκθεση του ΔΝΤ, είπε ότι αυτή βασιζόταν σε εντελώς λανθασμένες παραδοχές, ενώ απαντώντας σε σχετική ερώτηση είπε ότι «χρήσιμο θα ήταν το Ταμείο να αποφασίσει τι θα κάνει και να μην κωλυσιεργεί».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος διέψευσε την ύπαρξη συμφωνίας για πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, ενώ ερωτηθείς για σχετική επιστολή του υπουργού Οικονομικών, αντέστρεψε την ερώτηση λέγοντας «είδατε εσείς επιστολή Τσακαλώτου με τέτοια νούμερα; (πρωτογενές πλεόνασμα 3% – 3,5%)» και πρόσθεσε: «δεν υπάρχει (επιστολή)».
Αναφορικά με τις εξελίξεις στην Ευρώπη, είπε ότι τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται μια αντισυστημική τάση και το ερώτημα είναι αν θα έχει ακροδεξιά ή προοδευτικά χαρακτηριστικά, ενώ σημείωσε την αναγκαιότητα αναστοχασμού εκ μέρους της Ευρώπης, της μέχρι τώρα πορείας της.
Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος είπε ότι γίνεται αντιληπτό, πως εκ της θέσεώς του, ως κυβερνητικού εκπροσώπου, δεν δύναται να απαντήσει στο ερώτημα αν προτιμά ως καγκελάριο της Γερμανίας την Ανγκέλα Μέρκελ ή τον Μάρτιν Σουλτς, προσθέτοντας ότι υπάρχει ανάγκη η Γερμανία να αναθεωρήσει την στάση της απέναντι στην Ευρώπη συνολικά, καθώς οι πολιτικές δημοσιονομικών περιορισμών και ακραίας λιτότητας που έχει επιβάλλει έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδα.
Επισήμανε ότι «οποιοσδήποτε (Μέρκελ ή Σουλτς) και αν το κάνει αυτό (την αναθεώρηση αυτής της πολιτικής) θα είναι θετικό».
Τέλος, ερωτηθείς για τον Ντόναλντ Τραμπ, είπε ότι υπάρχει προβληματισμός για μια σειρά ενεργειών του που δεν συνάδουν με τον πολιτικό φιλελευθερισμό, προσθέτοντας ότι είναι ο αμερικάνικος λαός που αποφάσισε και η απόφασή του είναι σεβαστή, τονίζοντας την βούληση της ελληνικής κυβέρνησης για όσο πιο ομαλή συνεργασία με τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Διευκρίνισε, ότι μέχρι στιγμής, δεν έχει υπάρξει πρωτοβουλία για επαφή σε ανώτατο επίπεδο μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ.