Καλύτερη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας ζητάει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ). Όπως αναφέρεται στο εβδομαδιαίο δελτίο του, «…βλέπουμε να απαξιώνονται σε πολλές περιπτώσεις περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου, λόγω των καθυστερήσεων που προκαλεί στις ιδιωτικοποιήσεις η πολιτική τριβή, με αποτέλεσμα να πωλούνται «για ένα κομμάτι ψωμί» και σε άλλες περιπτώσεις επικρατεί ως σημαντικότερο κριτήριο το τίμημα της αποκρατικοποίησης, χωρίς να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη τυχόν στρεβλώσεις που προκαλούνται στην αγορά από τον πλημμελή σχεδιασμό».
Ο ΣΕΒ αναφέρει ως παράδειγμα για τις πολλές παραμέτρους που αφορούν στη διαχείριση των δημοσίων πόρων «την έντονη συζήτηση γύρω από τις τηλεοπτικές άδειες και το αναμφίβολα υψηλό τίμημα που συγκεντρώθηκε μέσα από τη δημοπρασία τους».
Ο ΣΕΒ εκτιμά ότι η συγκεκριμένη δημοπρασία άνοιξε εκ νέου τη συζήτηση για το πλαίσιο πολιτικής, αρχών και κανόνων, που θα έπρεπε να διέπει την αξιοποίηση των δημόσιων πόρων και υπογραμμίζει πως «είναι σαφές ότι η ορθή αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας με ξεκάθαρους και σταθερούς κανόνες και όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας τόσο για τα έσοδα του Δημοσίου όσο και για τη λειτουργία των αγορών μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας». «Επείγει να προτάξουμε τις ιδιωτικοποιήσεις και την εισροή σημαντικών επενδυτικών κεφαλαίων και τεχνογνωσίας ως βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας» συνεχίζει ο σύνδεσμος και αναφέρει ότι αυτό να συμβεί, αφού πρώτα αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα από το τι δούλεψε και τι όχι την περασμένη εξαετία.
Δύο τομείς στους οποίους αναφέρεται ο ΣΕΒ, είναι οι εξαγωγές και η παιδεία. Όπως σημειώνεται, «η στασιμότητα των εξαγωγών, χωρίς πετρελαιοειδή και η εκ νέου υποχώρηση του εμπορικού στόλου, είναι συμβατές με την εικόνα παρατεταμένης αναμονής της οικονομίας.
Για τη σημερινή λειτουργία των δημόσιων σχολείων, σημειώνεται ότι τελικά αποβαίνει εις βάρος των παιδιών η οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, καθώς συντηρεί και ενισχύει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες».
«Η πραγματική κρίση της χώρας δεν είναι οικονομική, είναι οι ανεκπλήρωτες δυνατότητες και η χαμένη ευτυχία των παιδιών και η αιτία αυτής της κρίσης οφείλεται εν πολλοίς στην απουσία αξιολόγησης και αυτονομίας στο σχολείο και τη δημόσια παιδεία, ευρύτερα. Αντί να προσπαθήσει το υπουργείο Παιδείας να εξάγει χρήσιμα συμπεράσματα για το δημόσιο σχολείο από τις επιδόσεις και τον τρόπο οργάνωσης των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων της χώρας, προωθεί νομοθετικές παρεμβάσεις που περιορίζουν σημαντικά την ελευθερία και την αξιολόγηση των ιδιωτικών σχολείων. Στοχεύει, δηλαδή, ακριβώς στον περιορισμό του δίπτυχου ελευθερίας και αξιολόγησης, που αποτελεί τη βάση της ποιοτικής βελτίωσης του εκπαιδευτικού προϊόντος στο κάθε σχολείο. Κοινώς, αντί να προσπαθεί να φτάσει το δημόσιο σχολείο στο επίπεδο του καλού ιδιωτικού, επιχειρεί το αντίθετο, ενώ όλοι πλέον γνωρίζουν ότι αυτό αποβαίνει εις βάρος όχι μόνο των παιδιών, αλλά τελικά και των εκπαιδευτικών που χάνουν την ευκαιρία να προσφέρουν όσα θα ήθελαν» υπογραμμίζεται.