Το μόνιμο πρόβλημα της φορολογικής πολιτικής που εφαρμοστηκε στο πλαίσιο των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής είναι η προχειρότητα και η πλήρης έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού.

Του Κωνσταντίνου Μίχαλου*

Αυτό που στην ουσία γίνεται από το 2010 είναι να επιβάλλονται όλο και υψηλότεροι συντελεστές, χωρίς να συνεκτιμάται ο αντίκτυπος στην οικονομική δραστηριότητα, αλλά και χωρίς να αλλάζει τίποτα σε έναν δυσλειτουργικό και αναποτελεσματικό μηχανισμό φορολογικής διοίκησης.

Σύμφωνα με μελέτες και στοιχεία έγκυρων οργανισμός όπως ο ΟΟΣΑ και η KPMG, στο διάστημα 2010 – 2015 στην Ελλάδα επιβλήθηκαν δημοσιονομικά μέτρα ύψους 67 δις ευρώ, τα μισά εκ των οποίων αντιστοιχούσαν σε φόρους.

Παρ’ όλα αυτά, λόγω της βαθιάς ύφεσης η οποία άγγιξε σωρρευτικά το 25% του ΑΕΠ, η εισπραξιμότητα μειώθηκε αντίστοιχα κατά 11,46%.

Η σύγκριση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες είναι άκρως διαφωτιστική. Στην Ελλάδα ο φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις ανέρχεται σήμερα στο 29% και οι φόροι που εισπράττονται αντιστοιχούν στο 1,33% του ΑΕΠ. Ο μέσος συντελεστής στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 24,86% και οι εισπράξεις ανέρχονται σε 2,88% του ΑΕΠ. Ως προς τη φορολογία φυσικών προσώπων, στην Ελλάδα ο ανώτατος συντελεστής είναι 42% και τα φορολογικά έσοδα φθάνουν στο 6,1% του ΑΕΠ.

Στον ΟΟΣΑ ο μέσος συντελεστής είναι 41,68%, τα αντίστοιχα έσοδα όμως ανέρχονται σε 8,77% του ΑΕΠ.

Τα παραδείγματα επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα επιβάλλει υψηλή φορολογία, για να εισπράξει τελικά λιγότερα έσοδα σε σχέση με άλλες χώρες, οι οποίες εφαρμόζουν επιβάλλουν ίδιους ή χαμηλότερους συντελεστές. Η λύση είναι προφανής: λιγότεροι φόροι και βαθιές αλλαγές για την εξυγίανση και την ενίσχυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Εάν δεν προχωρήσουμε ταχύτατα προς αυτή την κατεύθυνση, όσο κι αν αυξηθούν οι συντελεστές τα έσοδα θα μειώνονται.

Κωνσταντίνος Μίχαλος είναι πρόεδρος του ΕΒΕΑ και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος.