Την παράταση για δύο έως τρεις μήνες της προθεσμίας υποβολής των προσφορών για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων Μεγαλόπολης και Φλώρινας της ΔΕΗ ζήτησε επίσημα από το βήμα του συνεδρίου του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ Μανώλης Παναγιωτάκης.
Ο επικεφαλής της ΔΕΗ τόνισε ότι η παράταση είναι προϋπόθεση της επιτυχίας για την οποία όλοι εργαζόμαστε καθώς όπως είπε ο ενεργειακός σχεδιασμός δίνει μηνύματα αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί ενώ υπάρχουν αβεβαιότητες σε σχέση και με τα αποδεικτικά διαθεσιμότητας ισχύος με τα οποία θα αποζημιώνονται οι μονάδες.
Σχολιάζοντας την κατάσταση της επιχείρησης ο κ. Παναγιωτάκης τόνισε ότι κάποιοι μιλούν ελαφρά τη καρδία για συστημικό κίνδυνο, αναφορές που είναι όπως είπε άστοχες, αβάσιμες και εθνικά επιζήμιες, σημειώνοντας ότι η ΔΕΗ είναι σε θέση να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και να αποκτήσει τις νέες δεξιότητες που απαιτεί η αγορά. Η μείωση του δανεισμού, οι πληρωμές για τις ανανεώσιμες πηγές, για την αγορά και την ασφάλεια εφοδιασμού και η ολοκληρωμένη κοινωνική πολιτική συνεπάγονται όπως τόνισε μείωση κερδών και αυτό «έχει ένα όριο που δεν επιτρέπεται να υπερβούμε. Εδώ έρχεται πράγματι κίνδυνος και μόνο εδώ, και όχι σε ενδογενείς αδυναμίες».
Ο επικεφαλής της ΔΕΗ χαιρέτησε το εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα ενώ ειδικά για τη λιγνιτική παραγωγή ρεύματος σημείωσε τις μεγάλες επενδύσεις που είναι σε εξέλιξη για την κατασκευή της νέας μονάδας Πτολεμαΐδα 5 (1,5 δισ. ευρώ) την αναβάθμιση του Αγίου Δημητρίου (190 εκατ. ευρώ) τα ορυχεία (250 εκατ. ευρώ) και την αποεπένδυση. Τόνισε ότι ο περιορισμός του μεριδίου του λιγνίτη οδηγεί σε αντιοικονομική λειτουργία των μονάδων και έθεσε το ερώτημα πότε θα αποσβεστούν οι επενδύσεις αυτές και τι σήμα δίνεται στο διαγωνισμό για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων. O κ. Παναγιωτάκης πρότεινε τη σύσταση συμβουλίου «απολιγνιτοποίησης» καθώς και την επιδίωξη ειδικής μεταχείρισης της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να εξαπλωθεί ο χρόνος ζωής των υφιστάμενων μονάδων. Εκτίμησε δε ότι το σύστημα θα χρειαστεί πολύ περισσότερη θερμική ενέργεια, πολύ περισσότερο αν δεν επιτευχθούν οι στόχοι της ενεργειακής απόδοσης.
Τέλος υπογράμμισε ότι η επιχείρηση δεν είναι σε αντιπαράθεση με τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές, ούτε επιδιώκει την επίλυση των προβλημάτων με αύξηση των τιμών.