Με την οικονομία σε πρώτο πλάνο και την πρόταση του νέου υπουργού οικονομικών, Γιάννη Βαρουφάκη να κάνει λόγο για «μενού ανταλλαγών χρέους» (menu of debt swaps) με σκοπό την ελάφρυνση του βάρους, πολλοί μπορεί να είναι εκείνοι που αναρωτιούνται για τον σχετικά «νέο» όρο, perpetual bonds, ελληνιστί ομόλογα χωρίς λήξη, που έπεσε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ανατρέχοντας στο παρελθόν βέβαια ο όρος δεν αποδεικνύεται και τόσο νέος.
Σε μια προσπάθεια απόδοσης ενός απλοϊκού ορισμού για τα ομόλογα στο σύνολό τους θα μπορούσε κανείς να συνοψίσει στα εξής: ομόλογο είναι ένας τίτλος χρέους, ο οποίος δείχνει την υποχρέωση κάποιου να αποπληρώσει χρήματα με συγκεκριμένο ετήσιο επιτόκιο και σε μια συγκεκριμένη ή μη χρονική στιγμή.
Η πρόταση για την αντικατάσταση του υφιστάμενου χρέους της ελληνικής δημοκρατίας με ομόλογα αορίστου λήξης δεν είναι μια καινοφανής πρόταση. Αυτό θα μπορούσε άλλωστε να είναι και το ισχυρότερο επιχείρημα της ελληνικής κυβέρνησης. Μια μικρή αναδρομή στα οικονομικά δρώμενα των τελευταίων 2,5 αιώνων αποδεικνύει την χρήση των συγκεκριμένων εργαλείων και από άλλες κυβερνήσεις κατά το παρελθόν. Συγκεκριμένα η ιστορία των ομολόγων αορίστου λήξης ξεκινά από το 1752 και από το Ηνωμένο Βασίλειο.
H κοινή ονομασία τους, είναι consols, (consolidated annuities, σε ελληνική μετάφραση ενοποιημένες ομολογίες) . Ο όρος αποδόθηκε για πρώτη φορά σε βρετανικά ομόλογα που είχαν αόριστη διάρκεια λήξης και πρωτοεκδοθήκαν το 1752 από την κυβέρνηση της Βρετανίας.
Ήταν εκείνη τη χρονιά λοιπόν που ο Υπουργός Οικονομικών και Πρωθυπουργός, Sir Henry Pelham, μετέτρεψε όλο το υφιστάμενο χρέος της Βρετανίας σε μια σειρά ομολόγων( από εκεί προέρχεται και ο χαρακτηρισμός τους ως ενοποιημένα), την οποία και θα αποπλήρωνε η χώρα στο διηνεκές (perpetuity) και μάλιστα με χαμηλό ετήσιο τόκο που ανερχόταν στο 3,5%. Με διαδοχικές τροπολογίες τα μετέπειτα χρόνια, το ετήσιο επιτόκιο μειώθηκε σταδιακά στο 3%.
Η τελευταία τροποποίηση που έγινε το 1888 και έφερε την ονομασία National Dept Convetion Act , εκτός του ότι χαμήλωσε περαιτέρω το επιτόκιο στο 2,5%, όρισε και ως πρώτη ημερομηνία λήξης και αποπληρωμής την 5 Απριλίου του 1923, δηλαδή 35 χρόνια μετά από την απόφαση και 171 από την έκδοσή τους.
Η πρακτική των consols δεν σταμάτησε όμως εκεί. Ακολουθήθηκε ακόμα μια φορά από την Βρετανία, όταν το 1927, ο καγκελάριος, Winston Churchill, εξέδωσε ένα νέο κυβερνητικό ομόλογο, με εξίσου χαμηλό επιτόκιο, της τάξης του 4%. Στόχος αυτή τη φορά ήταν να αποπληρώσει μερικώς, τα εθνικά πολεμικά δάνεια που εκδόθηκαν το 1917 για τις ανάγκες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Αν και η αποπληρωμή των ομολόγων του Churchill έχει ολοκληρωθεί, με τα τελευταία να αποπληρώνονται τον Οκτώβριο του 2014 ( 87 χρόνια μετά την έκδοσή τους) τα πρώτα consols, δεν έχουν αποπληρωθεί στο σύνολό τους παρόλο που από την ημέρα έκδοσής τους έχουν περάσει 262 χρόνια! Μάλιστα το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την τιμή τους που παραμένει χαμηλή, θα μπορούσε να πει κανείς, πως υποδεικνύει και την χαμηλή πιθανότητα εξόφλησής τους, στο άμεσο μέλλον.