«Η συνολική καθαρή εισροή ρευστότητας προς την ελληνική οικονομία από τα μέσα του 2012 προσεγγίζει σωρευτικά τα 50 δισ. ευρώ (εξαιρουμένης της χρηματοδότησης του δημοσίου μέσω του προγράμματος στήριξης από ΕΕ και ΔΝΤ και του δανεισμού των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ). Η ισχυρή αυτή επίδοση σηματοδοτεί μία εντυπωσιακή επανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, δεδομένου ότι έχει μεσολαβήσει μικρό μόνο χρονικό διάστημα από την κορύφωση της ελληνικής κρίσης, που είχε συνοδευτεί από τη σωρευτική εκροή σχεδόν 120 δισ. κεφαλαίων -μεταξύ των αρχών του 2010 και 1ου εξαμήνου του 2012- εν μέσω πρωτοφανούς αβεβαιότητας», αναφέρεται στο δελτίο μακροοικονομικής ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας.
Στην ανάλυση της Εθνικής αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Οι εισροές αυτές δεν έχουν μεταφραστεί ακόμη σε αντίστοιχους ρυθμούς βελτίωσης της εγχώριας ρευστότητας, μολονότι η αιμορραγία μέσω των χρόνιων εξωτερικών ελλειμμάτων έχει τερματιστεί, ενώ οι εξωτερικές χρηματοδοτικές ανάγκες του δημοσίου -που σχετίζονται πλέον μόνο με το δημόσιο χρέος- συνεχίζουν να καλύπτονται πλήρως από το πρόγραμμα οικονομικής στήριξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ιδιωτικές καταθέσεις που αποτελούν τη βασική συνιστώσα της εγχώριας προσφοράς χρήματος έχουν αυξηθεί κατά 16 δισ. ευρώ από τα μέσα του 2012, ήτοι αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 1/3 των σωρευτικών εισροών κεφαλαίου στην οικονομία κατά την ίδια περίοδο».
Η διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ διαπιστώνει επίσης, «ότι η ταχεία συρρίκνωση του δανεισμού των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ και η συνεχιζόμενη μείωση του τραπεζικού δανεισμού του ιδιωτικού τομέα εξηγούν το «μυστήριο» της χαμένης ρευστότητας.
»Αυτό σημαίνει ότι οι εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό επιστρέφουν ξανά, σε μεγάλο βαθμό, πάλι στο εξωτερικό. Αυτή η διαδικασία διευκολύνεται από τη συνεχιζόμενη απομόχλευση στον ιδιωτικό τομέα (περίπου 40 δισ. ευρώ από τα μέσα του 2012 έως τα μέσα του 2014, συμπεριλαμβανομένων και των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια) που διενεργείται κυρίως από τις πιο υγιείς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αντανακλώντας τη μειωμένη ζήτηση δανείων από φερέγγυους, κατά βάση, δανειζόμενους».
«Η απομόχλευση αυτή καθ’ αυτή αποτελεί ένα αναγκαίο στάδιο της οικονομικής αναδιάρθρωσης μετά από μία βαθιά ύφεση, αλλά βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, συνεπάγεται απώλεια ρευστότητας από το σύστημα, εξαιτίας της ανάγκης για έγκαιρη αποπληρωμή των δανείων από την ΕΚΤ. Αυτή η επίδραση είναι ιδιαιτέρως ισχυρή σε μια οικονομία που τα ασφάλιστρα κινδύνου -παρά τη σημαντική μείωσή τους- και συνεπώς το κόστος δανεισμού, παραμένουν υψηλότερα από την ευρωζώνη, ενώ 40% περίπου των δανείων είναι μη εξυπηρετούμενα ή έχουν υποστεί ουσιαστικές ρυθμίσεις για να διευκολυνθούν οι δανειζόμενοι. Καθώς η οικονομία έχει ήδη αρχίσει να ανακάμπτει η ενίσχυση της υγιούς ζήτησης για δάνεια επίκειται», αναφέρεται.
«Η υποστηρικτική στάση της ΕΚΤ με παροχή επαρκούς ρευστότητας με ανταγωνιστικό κόστος και για ικανό χρονικό διάστημα σε αυτή τη σημαντική φάση για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση. Οι πρόσφατες μειώσεις που ανακοίνωσε η ΕΚΤ αναφορικά με το ποσοστό απομείωσης που εφαρμόζεται στα ελληνικά χρεόγραφα (εμπορεύσιμα ή εγγυημένα από το ελληνικό δημόσιο) που κατατίθενται ως ενέχυρα στους μηχανισμούς αναχρηματοδότησης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Υπό αυτό το πρίσμα, η περαιτέρω αύξηση της ευελιξίας αναφορικά με την αποδοχή και αποτίμηση ελληνικών ενεχύρων και την ευρύτερη, κατά το δυνατό, πρόσβαση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στη νέα, πιο επεκτατική νομισματική στρατηγική που εφαρμόζει σταδιακά η ΕΚΤ εξυπηρετεί τόσο τους στόχους της ΕΚΤ για συρρίκνωση της σημαντικής ετερογένειας στις χρηματοδοτικές συνθήκες μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, όσο και τις αυξημένες ανάγκες ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας. Η διατήρηση αυτής της στήριξης θα είναι πολύτιμη για να γεφυρώσει το χρονικό διάστημα που συνήθως μεσολαβεί μεταξύ οικονομικής ανάκαμψης και αύξησης της ζήτησης για νέα δάνεια και συσσώρευσης νέων καταθέσεων, δηλαδή της ενδογενούς διαδικασίας δημιουργίας ρευστότητας στην οικονομία. Η πορεία αυτή συνοδεύεται από σταδιακές αναβαθμίσεις του αξιόχρεου και των αποτιμήσεων των διαθέσιμων ενεχύρων που ακολουθούν τις πιστοληπτικές αναβαθμίσεις του Ελληνικού Δημοσίου και οδηγούν τελικά σε αυξημένη πρόσβαση στο δανεισμό από την αγορά με ανταγωνιστικούς όρους, τόσο για τις τράπεζες όσο και για το μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα», αναφέρεται επίσης στην ανάλυση.