Πλήγμα στις δραστηριότητες αναψυχής και τις εξαγωγές αποτελούν τα μέτρα που ελήφθησαν στη Γερμανία και στο εξωτερικό για τον περιορισμό του δεύτερου κύματος της πανδημίας του κορονοϊού, φέρνοντας στασιμότητα ή συρρίκνωση για τη γερμανική οικονομία, σύμφωνα με το μηνιαίο δελτίο της κεντρικής τράπεζας (Μπούντεσμπανκ).
Με τα σχολεία ανοιχτά και τους περιορισμούς να επηρεάζουν κυρίως τους τομείς του επισιτισμού και της φιλοξενίας, η Γερμανία έχει μία πιο ήπια προσέγγιση από ό,τι ορισμένες γειτονικές χώρες της, αλλά αναμένεται να πληγεί και αυτή από την ασθενέστερη ζήτηση από το εξωτερικό.
«Η συνολική οικονομική επίδοση θα μπορούσε να μείνει στάσιμη ή ακόμη και να μειωθεί μετά την πολύ σημαντική ανάπτυξη το καλοκαίρι», ανέφερε η Μπούντεσμπανκ. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι είναι απίθανη μία βουτιά της οικονομίας, όπως αυτή που σημειώθηκε την άνοιξη, και ότι η πρόοδος όσον αφορά την ανάπτυξη εμβολίου κατά της COVID-19 ενίσχυσε τις ελπίδες να βρεθεί μία ισορροπία σύντομα μεταξύ του περιορισμού του ιού και της διατήρησης της οικονομίας ανοιχτής.
Απώλειες τζίρου 28 δισεκατομμυρίων ευρώ καταγράφει για το 2020 ο τουριστικός κλάδος
Απώλειες τζίρου 28 δισεκατομμυρίων ευρώ κατέγραψε μέχρι τώρα κατά το τρέχον έτος ο κλάδος του τουρισμού στην Γερμανία, ποσό που αντιστοιχεί στο 80% του τζίρου του προηγούμενου έτους. Χιλιάδες ταξιδιωτικά γραφεία παραμένουν, λόγω των συνεπειών της πανδημίας κορονοϊού, «de facto» κλειστά, ενώ απειλούνται εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, δηλώνει ο Πρόεδρος της Ένωσης Ταξιδιωτικών Πρακτόρων (DRV) Νόρμπερτ Φίμπιγκ.
«Η οικονομική κατάσταση του κλάδου είναι πάρα πολύ τεταμένη, το αποτέλεσμα θα είναι χρεοκοπίες», τονίζει ο κ. Φίμπιγκ σε συνέντευξή του στην Handelsblatt και αναφέρεται σε 11.000 ταξιδιωτικά πρακτορεία που βρίσκονται ουσιαστικά εκτός λειτουργίας και σε 2.300 ταξιδιωτικούς πράκτορες και παρόχους τουριστικών υπηρεσιών εκτός εργασίας «λόγω των πολιτικών αποφάσεων» του τελευταίου διαστήματος.
Οι ταξιδιωτικές οδηγίες και οι περιορισμοί, με κάποιες εξαιρέσεις, «έφεραν την τουριστική αγορά σε πλήρη ακινησία», τονίζει ο κ. Φίμπιγκ, και κάνει λόγο για «εμπόρους χωρίς εμπόρευμα», καθώς δεν υπάρχει καμία χώρα την οποία να μπορεί κανείς να επισκεφθεί χωρίς επίσημους περιορισμούς.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Προέδρου των Τουριστικών Πρακτόρων, που μεταδίδει το ΑΜΠΕ, οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί θα εξακολουθήσουν να επηρεάζουν τις τουριστικές επιχειρήσεις και το νέο έτος.
«Η κυβέρνηση θα πρέπει εδώ να συνεισφέρει αυτό που της αναλογεί ώστε να διασφαλιστούν οι δομές της τουριστικής οικονομίας, οι οποίες απασχολούν περίπου 2,9 εκατομμύρια εργαζόμενους», δηλώνει ο κ. Φίμπιγκ, ενώ υποστηρίζει ότι οι οργανωμένες εκδρομές και οι τουριστικές διανυκτερεύσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό δεν προκάλεσαν αύξηση των κρουσμάτων κορονοϊού, άρα «οι απαγορεύσεις διανυκτέρευσης, οι κανόνες καραντίνας και οι άλλοι περιορισμοί δεν αποτελούν αποφασιστικά μέτρα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πανδημία».
Από την πλευρά των πελατών του κλάδου, ο Πρόεδρος της Ένωσης Καταναλωτών (VZBV) Κλάους Μίλερ, θεωρεί ότι η κρίσιμη κατάσταση στην ταξιδιωτική οικονομία αποτελεί εν μέρει ευθύνη του ίδιου του κλάδου και ζητά να ιδρυθεί άμεσα ταμείο ασφάλισης ταξιδιών, το οποίο θα παρέχει ρευστότητα στις εταιρείες τουρισμού.
«Οι εταιρείες ήθελαν να μετακυλίσουν το κόστος της κρίσης 100% στους καταναλωτές. Αυτό ήταν θράσος – και στρατηγικό λάθος», εκτιμά ο κ. Μίλερ και προσθέτει ότι έτσι χάθηκε χρόνος χωρίς να δοθεί η απαραίτητη κρατική βοήθεια στον κλάδο.
Ειδικά η αεροπορική βιομηχανία, υποστηρίζει ο ίδιος, προκάλεσε σημαντικά προβλήματα στους ταξιδιώτες. «Τα παράπονα για ταξίδια και πτήσεις στα κέντρα παροχής συμβουλών για καταναλωτές αυξήθηκαν κατά 20 φορές τους προηγούμενους μήνες συγκριτικά με την ίδια περίοδο του 2019», επισημαίνει ο κ. Μίλερ, υπογραμμίζοντας ότι κάτι τέτοιο αποτελεί σκάνδαλο και δεν έχει ξανασυμβεί στην ιστορία της Ένωσης. Οι αεροπορικές εταιρίες αναθεωρούν ωστόσο σταδιακά την στάση τους σε ό,τι αφορά την πολιτική ακυρώσεων, διευκρινίζει.
Την δριμύτερη κριτική δέχτηκε, όπως υπενθυμίζει ο Πρόεδρος της Ένωσης Καταναλωτών, η Lufthansa, η οποία, παρότι έλαβε κρατική βοήθεια ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, καθυστέρησε να επιστρέψει χρήματα για ακυρωμένα εισιτήρια στους πελάτες της, ενώ, σύμφωνα με την νομοθεσία της ΕΕ, η αποζημίωση πρέπει να δίδεται εντός επτά ημερών.
Σύμφωνα με δηλώσεις του εκπροσώπου της στην εφημερίδα Tagesspiegel, η Lufthansa έχει μέχρι τώρα αποζημιώσει για 500.000 περιπτώσεις, καταβάλλοντας 200 εκατομμύρια ευρώ.
Συνολικά, οι αεροπορικές εταιρίες του Ομίλου Lufthansa (Eurowings, Germanwings, Austrian, Swiss, Brussels, Edelweiss) έχουν επιστρέψει περισσότερα από 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε πάνω από 8,4 εκατομμύρια επιβάτες.
Ο ίδιος εκπρόσωπος προέβλεψε ότι οι νέοι περιορισμοί στις μετακινήσεις θα φέρουν και πάλι αύξηση των ακυρώσεων πτήσεων και, κατά συνέπεια, των αιτημάτων για αποζημίωση.