Θεσμοθετείται επιπλέον χρηματοδότηση της Επιτροπή Ανταγωνισμού για τη συμπλήρωση των εσόδων της. Επιπλέον, επιδιώκεται η απόκτηση ευελιξίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού ως προς την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας της και τη δυνατότητα σύναψης σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτου με εκμισθώτρια την ίδια.
Οι σχετικές ρυθμίσεις περιλαμβάνονται στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων που κατατέθηκε απόψε το βράδυ στη Βουλή με τίτλο: “Λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1150 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Ιουνίου 2019 για την προώθηση της δίκαιης μεταχείρισης και της διαφάνειας για τους επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης (L 186), ρυθμίσεις για τη Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου Αγοράς, την Επιτροπή Ανταγωνισμού, τη λειτουργία της αγοράς και λοιπές διατάξεις”.
Σύμφωνα με τη ρύθμιση, στις ανώνυμες εταιρείες που ιδρύονται ή αυξάνουν το μετοχικό τους κεφάλαιο, επιβάλλεται τέλος 1 τοις χιλίοις, υπολογιζόμενο επί του μετοχικού κεφαλαίου ή επί του ποσού της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου αντιστοίχως υπέρ της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Τα έσοδα αυτά εισπράττονται στο όνομα και για λογαριασμό της Επιτροπής Ανταγωνισμού και κατατίθενται σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό, τη διαχείριση του οποίου έχει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, σύμφωνα με τον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισης της.
Τα έσοδα της Επιτροπής Ανταγωνισμού πρέπει κατ’ ελάχιστο να ανέρχονται για τα έτη 2021 και 2022 σε ποσό που αντιστοιχεί σε ύψος 0,0000368 του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) του οικονομικού έτους 2019, όπως αυτό ορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή («ελάχιστο όριο εσόδων»), ενώ για τα έτη από το 2023 και εφεξής σε ποσό που αντιστοιχεί σε ύψος 0.00004 (τέσσερα του δισεκατομμυρίου) του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) του προηγούμενου οικονομικού έτους, όπως αυτό ορίζεται κατ’ έτος από την Ελληνική Στατιστική Αρχή («ελάχιστο όριο εσόδων»).
Εάν το ύψος των εσόδων της Επιτροπής Ανταγωνισμού από τα τέλη είναι χαμηλότερο του ελάχιστου ορίου εσόδων, η σχετική διαφορά συμπληρώνεται από τον κρατικό Προϋπολογισμό με απόφαση του υπουργού Οικονομικών, κατόπιν τεκμηριωμένου αιτήματος του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Με απόφαση του υπουργού Οικονομικών, κατόπιν σχετικού αιτήματος του προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τα έσοδα της Επιτροπής Ανταγωνισμού δύνανται να ενισχύονται από τον κρατικό Προϋπολογισμό κατ’ ελάχιστο σε ύψος 0.00001 (ένα του δισεκατομμυρίου) του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) του προηγούμενου έτους, όπως αυτό ορίστηκε από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, εφόσον το συμβούλιο εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής Ανταγωνισμού, κρίνει, κατά απλή πλειοψηφία, ότι οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι της Επιτροπής Ανταγωνισμού, βάσει της στοχοθεσίας της Επιτροπής, και ύστερα από μέτρηση βασικών δεικτών απόδοσης, έχουν επιτευχθεί. Η ενίσχυση των εσόδων της επιτροπής με αυτό το ποσό πραγματοποιείται εντός του αμέσως επόμενου οικονομικού έτους.
Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή Ανταγωνισμού εισπράττει, εκτός του τέλους, ως πόρο επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις, χρηματοδοτήσεις ερευνητικών προγραμμάτων ή κάθε άλλο έσοδο που προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, όπως διεθνείς οργανισμούς, επιστημονικούς και ερευνητικούς οργανισμούς. Τα έσοδα αυτά εισπράττονται στο όνομα και για λογαριασμό της Επιτροπής Ανταγωνισμού και κατατίθενται σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό, τη διαχείριση του οποίου έχει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας και διαχείρισης της. Το έσοδα αυτά δεν μπορούν να υπερβαίνουν κατ’ έτος το 15% του «ελάχιστου ορίου εσόδων».
Επιπλέον, εισάγεται ρύθμιση η οποία προβλέπει τη θεσμοθέτηση «κύριων δεικτών απόδοσης» (Key Performance Indicators – KPIs) με τους οποίους θα αξιολογούνται το έργο της και το προσωπικό της και βάσει των οποίων θα δύναται να αυξάνονται τα έσοδα της επιτροπής, καθώς και να χρησιμοποιούνται επιπλέον μέσα χρηματοδότησης, όπως από εναλλακτικές πηγές εκτός του κρατικού Προϋπολογισμού. Η αξιολόγηση θα γίνεται αντί κάθε τέσσερα χρόνια, στα τρία χρόνια.
Η μείωση του χρόνου κατά τον οποίο η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρεούται να κινεί τη διαδικασία αξιολόγησης της λειτουργίας της, βάσει «κεντρικών δεικτών αποδοτικότητας» (Key Performance Indicators – KPIs), από τέσσερα (4) σε τρία (3) χρόνια. Η εν λόγω διαδικασία αξιολόγησης διενεργείται από μία ομάδα ειδικών εμπειρογνωμόνων αναγνωρισμένου κύρους και ανεξαρτησίας, ανεξάρτητων από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Οι δείκτες αυτοί αντιπροσωπεύουν όλες τις πιθανές θετικές συνέπειες του έργου της επιτροπής, στους πολίτες/καταναλωτές, στις επιχειρήσεις και στην εθνική οικονομία (από πλευράς οικονομικής αποτελεσματικότητας και καινοτομίας). Συνιστούν δε γνώμονα για τη βελτίωση των εσωτερικών διαδικασιών και την υιοθέτηση μοντέλων διοίκησης και διαχείρισης των υποθέσεων που μεγιστοποιούν την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας της επιτροπής.