Ανοίγει σήμερα η εφαρμογή του υπουργείου Οικονομικών με την οποία ξεμπλοκάρουν οι αγοραπωλησίες ακινήτων, που παρέμεναν παγωμένες επί τέσσερις μήνες. Έτσι οι συμβολαιογράφοι θα μπορούν να εκδίδουν ταυτότητα οφειλής για την πληρωμή του φόρου υπεραξίας.
Ο φόρος υπεραξίας επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακίνητου, το οποίο αποκτήθηκε από το 1995 και μετά.
Ως τιμές κτήσης θεωρούνται αυτές που αναγράφονται στα συμβόλαια, ενώ αν δεν υπάρχει τιμή κτήσης τότε αυτή θα προκύπτει κατ’ εκτίμηση με βάση έναν μαθηματικό τύπο.
Οι συμβολαιογράφοι είναι υπόχρεοι σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή 15% επί της προκύπτουσας υπεραξίας. Επιπλέον, ο πωλητής καταβάλλει στο συμβολαιογράφο με τραπεζική επιταγή κατά την υπογραφή του συμβολαίου μεταβίβασης το ποσό του φόρου που αντιστοιχεί στην υπεραξία (15%). Ο φόρος που παρακρατείται, αποδίδεται από τους συμβολαιογράφους με τραπεζική επιταγή σε διαταγή του Ελληνικού Δημοσίου εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την υπογραφή του συμβολαίου.
Πώς υπολογίζεται ο φόρος
Ως φόρος υπεραξίας νοείται η διαφορά ανάμεσα στις τιμές κτήσης και μεταβίβασης και είναι αυτές που αναγράφονται στα συμβόλαια. Αν πρόκειται για ακίνητο το οποίο έχει αποκτηθεί από κληρονομιά, η τιμή κτήσης θα υπολογίζεται με βάση τον φόρο κληρονομιάς που είχε καταβληθεί. Σε κάθε άλλη περίπτωση όπου η τιμή κτήσης δεν μπορεί να προκύψει με βάση δημόσια έγγραφα θα υπολογίζεται με βάση μαθηματικό τύπο λαμβάνοντας υπόψιν τον πληθωρισμό των ετών που έχουν μεσολαβήσει ανάμεσα στην απόκτηση και την πώληση.
Ο φόρος υπεραξίας 15% επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο που πουλά ακίνητη περιουσία μετά την 1.1.2014. Στην έννοια της ακίνητης περιουσίας περιλαμβάνεται το ακίνητο ή το ιδανικό μερίδιο αυτού, το εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου ή ιδανικό μερίδιο αυτού, καθώς και οι συμμετοχές οι οποίες έλκουν άνω του 50% της αξίας τους άμεσα ή έμμεσα από ακίνητη περιουσία.
Ποιοι πληρώνουν φόρο υπεραξίας
Για την επιβολή του φόρου υπεραξίας δεν ενδιαφέρει ο τρόπος απόκτησης της ακίνητης περιουσίας, δηλαδή αν η ακίνητη περιουσία ή τα ιδανικά μερίδια αυτής ή το εμπράγματο δικαίωμα επί ακίνητης περιουσίας ή το ιδανικό μερίδιο αυτού κλπ αποκτήθηκε με επαχθή αιτία (με αντάλλαγμα), αν ανεγέρθηκε, αν αποκτήθηκε με χαριστική αιτία (δωρεά, γονική παροχή) ή με οποιαδήποτε άλλη αιτία (π.χ. κληρονομιά, χρησικτησία κ.λ.π.), αλλά αρκεί η απόκτησή του με οποιαδήποτε αιτία, μετά την 1.1.1995. Σε περίπτωση κατά την οποία η μεταβίβαση αφορά δικαίωμα το οποίο αποκτήθηκε μέχρι και την 31n Δεκεμβρίου 1994, η υπεραξία θεωρείται μηδενική.
Συγκεκριμένα, στον φόρο υπόκεινται:
α) Η μεταβίβαση της πλήρους ή ψιλής κυριότητας, συμπεριλαμβανομένης της πραγματικής δουλείας, ανεξάρτητα αν πρόκειται για μεταβίβαση υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση ή με τον όρο της εξώνησης.
β) Η σύσταση επικαρπίας, οίκησης ή άλλης δουλείας.
γ) Η παραίτηση από την κυριότητα ακινήτου ή από εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου. Η παραίτηση μπορεί να αφορά την πλήρη κυριότητα σε ακίνητο ή το ιδανικό μερίδιο (σε περίπτωση συγκυριότητας) ή την ψιλή κυριότητα ή την επικαρπία ή περιορισμένη προσωπική δουλεία ή πραγματική δουλεία, όταν γίνεται με αντάλλαγμα.
δ) Η μεταβίβαση του τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης,
ε) Η μεταγραφή δικαστικής απόφασης λόγω μη εκτέλεσης προσυμφώνου μεταβίβασης ή η απόκτηση οποιουδήποτε δικαιώματος με αυτοσύμβαση.
στ) Η εκποίηση ακινήτου συνεπεία εκούσιου πλειστηριασμού.