Εξισορρόπηση των τιμών στον κλάδο των τροφίμων και ποτών κατά τους πρώτους μήνες του 2010 καταγράφει ειδική μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).

Η ομαλοποίηση των τιμών στα προϊόντα της Βιομηχανίας Τροφίμων – Ποτών έρχεται μετά από μια περίοδο σημαντικής ανόδου, αποτέλεσμα των πληθωριστικών πιέσεων της προ κρίσης εποχής και της επισιτιστικής κρίσης που ακολούθησε το 2008.

Η έντονη ζήτηση για αγροτικές πρώτες ύλες και μεταλλεύματα από τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες πυροδότησε μια σειρά ανατιμήσεων που μετακυλήθηκαν στο σύνολο της οικονομίας, επηρεάζοντας ανοδικά και τις εγχώριες τιμές του κλάδου.

Όπως προκύπτει από τη μελέτη του ΙΟΒE, έκτοτε οι τιμές των τροφίμων έχουν ομαλοποιηθεί, παρ’ όλο που σε συγκεκριμένα είδη διατροφής παραμένουν ακόμη υψηλά σε σχέση με προηγούμενα έτη.

Τόσο το 2009, όσο και τους πρώτους μήνες του 2010 καταγράφεται διορθωτική κίνηση των τιμών του κλάδου, εξέλιξη που κατά κύριο λόγο οφείλεται στην προσαρμογή των δυνάμεων προσφοράς – ζήτησης στα νέα δεδομένα που διαμορφώνει η κρίση.

Ωστόσο, παρά την εξισορρόπηση των τιμών, παραμένουν σημαντικές προκλήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο που ενδέχεται να εντείνουν στο μέλλον τις πληθωριστικές πιέσεις στα τρόφιμα.

Οι προκλήσεις αυτές προέρχονται από τις αυξημένες διατροφικές ανάγκες, τις νέες διατροφικές συνήθειες «δυτικού τύπου» στις αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες οδηγούν σε αύξηση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης τροφίμων, την αυξημένη ζήτηση για βιοκαύσιμα και αιθανόλη, με αποτέλεσμα τη μείωση της διαθέσιμης αποκλειστικά για τρόφιμα αγροτικής παραγωγής, τις κλιματικές αλλαγές και τις συνακόλουθες μεταβολές στις καιρικές συνθήκες που επηρεάζουν αρνητικά την απόδοση των καλλιεργειών, μειώνοντας τα αποθέματα.

Κατά συνέπεια, και ο εγχώριος κλάδος ενδέχεται να αντιμετωπίσει πρόσθετες πιέσεις – εκτός της φορολογικής επιβάρυνσης λόγω της αύξησης της έμμεσης φορολογίας – με αποτέλεσμα, μετά από μια διετία ήπιας πορείας των τιμών, να αναμένεται υψηλότερη άνοδος, όχι πάντως όσο υψηλά φαίνεται ότι θα κινηθεί το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών.

Σε ό,τι αφορά τις καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες σε Ρωσία (καταστράφηκε το 20% της σοδειάς δημητριακών), Ουκρανία, Καζακστάν και Καναδά, οδήγησαν στην καταστροφή σημαντικού μεριδίου της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών. Παρά την αρχική αποσταθεροποίηση και αβεβαιότητα των διεθνών αγορών για τις επιπτώσεις στις τιμές, η κατάσταση έχει εξομαλυνθεί σημαντικά.

Σύμφωνα και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δε θα υπάρξει πρόβλημα με τις τιμές των σιτηρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η ευρωπαϊκή παραγωγή αναμένεται να είναι αυξημένη φέτος, ενώ ενισχυμένα είναι και τα αποθέματα. Στην Ελλάδα, έχουν επίσης αρχίσει να αμβλύνονται οι αρχικοί φόβοι για μεγάλη αναπροσαρμογή των τιμών και μετακύλιση του κόστους στους τελικούς καταναλωτές στα προϊόντα τα οποία συνδέονται με τα σιτηρά, όπως ψωμί, ζυμαρικά, κτηνοτροφικά και πτηνοτροφικά προϊόντα.

Από την ανάλυση του ΙΟΒΕ, τα κύρια συμπεράσματα που προκύπτουν είναι τα εξής:

Καταναλωτική δαπάνη

Στις χώρες που αναπτύσσονται με υψηλούς ρυθμούς, όπως η Ελλάδα μέχρι τα προηγούμενα χρόνια, παρατηρείται μείωση της συνολικής δαπάνης για τρόφιμα και μάλιστα εντονότερη σε σχέση με τις χώρες της Ευρωζώνης που απολαμβάνουν υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα και είναι ήδη αναπτυγμένες.

Τα τρόφιμα και ποτά καταλαμβάνουν πλέον και στην Ελλάδα μικρότερο μερίδιο στον οικογενειακό προϋπολογισμό συγκριτικά με τις προηγούμενες δεκαετίες, το οποίο σταθεροποιείται περί του 16-17%, παρ’ όλο που οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες και την ποιότητα των τροφίμων, ειδικά σε χώρες υψηλού βιοτικού επιπέδου, οδηγεί πολλές φορές στην αύξηση της κατανάλωσης ακριβότερων, αλλά πιο ποιοτικών προϊόντων.

Εξέλιξη και επίπεδο τιμών καταναλωτή και παραγωγού

Τόσο κατά το 2008, όταν οι τιμές είχαν εν γένει αυξηθεί, όσο και κατά το 2009, όταν οι τιμές εν γένει μειώθηκαν, οι δείκτες τιμών παραγωγού, αλλά και καταναλωτή στα Τρόφιμα και τα Ποτά στην Ελλάδα μεταβλήθηκαν πολύ ηπιότερα σε σχέση με το σύνολο της μεταποίησης: οι διακυμάνσεις στα κόστη παραγωγής, είτε ανοδικές, είτε πτωτικές, απορροφούνται και εξομαλύνονται ηπιότερα στον κλάδο των Τροφίμων και Ποτών σε σχέση με το σύνολο της Μεταποίησης.

Αν και τα Είδη Διατροφής αποτελούν πάνω από το 1/5 του Γενικού Δείκτη Τιμών Παραγωγού, η άνοδος του δείκτη παραγωγού των Τροφίμων είναι ηπιότερη σε σχέση όχι μόνο με το συνολικό δείκτη, αλλά και με τις υπόλοιπες κατηγορίες αγαθών με υψηλό συντελεστή στάθμισης.

– Η μικρότερη άνοδος του δείκτη στα Τρόφιμα υποδηλώνει επίσης ότι η αύξηση του κόστους παραγωγής, λόγω της ανόδου της τιμής του πετρελαίου και της ενέργειας γενικότερα, έχει επηρεάσει σε μικρότερο βαθμό τον κλάδο των τροφίμων σε σχέση με το σύνολο της βιομηχανίας. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι ο κλάδος των Τροφίμων απορροφά αποτελεσματικότερα τους κραδασμούς στην άνοδο του κόστους παραγωγής συγκριτικά με τους υπόλοιπους μεταποιητικούς κλάδους.

Όσον αφορά στις τιμές καταναλωτή, η σωρευτική αύξηση τιμών στα διατροφικά είδη και μη αλκοολούχα ποτά την περίοδο 2003-2009 είναι από τις χαμηλότερες ανάμεσα σε άλλα αγαθά και υπηρεσίες (16,3%), αλλά και χαμηλότερη της αντίστοιχης του ΓΔΤΚ (19,3%).

Κατά το 2009, η μικρότερη άνοδος του Γενικού Δείκτη Τιμών (1,2%) σε σχέση με τα τρόφιμα (1,9%), οφείλεται στη μείωση κατά σχεδόν 3% των τιμών της Στέγασης και κατά 2,5% των Μεταφορών, λόγω της οικονομικής κρίσης.

Κατά το πρώτο πεντάμηνο του 2010, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή στα Τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά μειώθηκε κατά 1,4%, όταν στο σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών καταγράφεται άνοδος τιμών κατά 3,9% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2009.

Συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, κατά το διάστημα 2003-2009, η σωρευτική μεταβολή του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή Τροφίμων και Μη αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ-27: επομένως, τα τελευταία χρόνια οι τιμές των αγαθών αυτών στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί οριακά χαμηλότερα αναφορικά με την υπόλοιπη Ευρώπη

Πέρα όμως από το ρυθμό ανόδου των τιμών, το ίδιο το επίπεδο τιμών των τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών σε Ελλάδα και ΕΕ-27, προσεγγίζει – χωρίς ακόμα να ξεπερνά – το μέσο ευρωπαϊκό. Αντιθέτως, το γενικό επίπεδο τιμών στην Ελλάδα βρίσκεται πάνω από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό από το 2006 και μετά.

Τα ελληνικά τρόφιμα είναι κατά μέσο όρο φθηνότερα των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, ενώ από τις επιμέρους κατηγορίες, φθηνότερα από τα ευρωπαϊκά είναι το Ψωμί και δημητριακά, τα Κρέατα και τα Φρούτα και Λαχανικά, υποομάδες οι οποίες καταλαμβάνουν πάνω από το μισό «καλάθι τροφίμων ποτών» του καταναλωτή.

Παρά τις αυξήσεις στις τιμές πολλών προϊόντων εντός του 2008, το 2009, προϊόντα όπως τα Γαλακτοκομικά και Αυγά και τα Λίπη και Έλαια σημείωσαν πτώση στις τιμές τους σε σχέση με το προηγούμενο έτος, όταν ο ΓΔΤΚ αυξήθηκε κατά 1,4% και ο συνολικός δείκτης τιμών των Τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών αυξήθηκε οριακά περισσότερο(1,8%).

– Ο δείκτης τιμών των περισσότερων κατηγοριών τροφίμων αυξάνεται με πιο χαμηλό ρυθμό σε σχέση με τον πληθωρισμό, ενώ η άνοδος τιμών κάποιων ειδών τροφίμων αφορά κυρίως στην περίοδο 2007-2008 και οφείλεται σε κλαδικές ιδιαιτερότητες, χωρίς να είναι το ίδιο έντονη σε όλα τα είδη.

Επιπλέον, την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2010 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2009, οι τιμές στο σύνολο των Τροφίμων και Μη Αλκοολούχων Ποτών έχουν σημειώσει πτώση κατά 0,7%, ενώ σημαντικές κατηγορίες έχουν καταγράψει μείωση στις τιμές τους: τα Γαλακτοκομικά και Αυγά (-1%), τα Λίπη και Έλαια (-2%), τα Φρούτα (-7,8%), τα νωπά Λαχανικά (-4%), ενώ πτώση κατά το ίδιο διάστημα σημειώνουν και οι τιμές στα Μη-Αλκοολούχα Ποτά (-0,9%). Επιπλέον, την ίδια περίοδο, ο δείκτης τιμών της κατηγορίας Δημητριακά & Παρασκευάσματα, ο οποίος παρουσίαζε τον υψηλότερο μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες τροφίμων το διάστημα 2004-2009, σημειώνει οριακή μόλις άνοδο.

– Οι μεταβολές αυτές έρχονται σε αντιδιαστολή με τη αύξηση κατά 4,4% του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή για την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2010, γεγονός που υποδηλώνει ότι η αύξηση του δείκτη δεν τροφοδοτείται από τον κλάδο των Τροφίμων.