Για εμφανή σημάδια βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις κάνει λόγο η Εθνική Τράπεζα στην τελευταία έρευνα συγκυρίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (Ιούλιος 2013), ενώ διαπιστώνει «τάση σταθεροποίησης» στις εκτιμήσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για την απασχόληση του επόμενου εξαμήνου.
Η μικρή τάση βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που σημειώθηκε στο τέλος του 2012, εντείνεται κατά το πρώτο εξάμηνο του 2013.
Ειδικότερα, αύξηση σημειώνεται στο ποσοστό των επιχειρήσεων, με πρωταρχικό στόχο την ανάπτυξη, οι οποίες φτάνουν το 1/3 του τομέα ΜμΕ, το πρώτο εξάμηνο του 2013 (έναντι ¼, το 2012).
Παράλληλα, οι εκτιμήσεις των ΜμΕ για την απασχόληση του επόμενου εξαμήνου αποτυπώνουν μία τάση σταθεροποίησης, ενώ οι επενδυτικές προοπτικές τους είναι βελτιωμένες (ιδιαίτερα στον κλάδο της βιομηχανίας).
Σε αυτό το πλαίσιο, η πορεία του δείκτη εμπιστοσύνης είναι θετική για όλους τους κλάδους, με την εντονότερη βελτίωση να παρατηρείται στο κομμάτι του δείκτη που αντικατοπτρίζει τη μελλοντική ζήτηση.
Όσον αφορά στους επιμέρους τομείς που ξεχωρίζουν θετικά, σημειώνουμε τις εξωστρεφείς βιομηχανίες, τους χονδρεμπόρους, τον τουρισμό και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Επιπλέον, οι προσδοκίες των επιχειρήσεων γίνονται όλο και πιο θετικές όσο μεγαλύτερος είναι ο κύκλος εργασιών τους, όπως αποτυπώνεται στο επίπεδο του δείκτη εμπιστοσύνης. Σημειώνεται ότι οι μεγαλύτερες ΜμΕ στην πλειοψηφία τους δηλώνουν βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος. Αντιστοίχως, το μέγεθος του κύκλου εργασιών επιδρά θετικά στη στρατηγική προτεραιότητα των επιχειρήσεων. Ειδικότερα, το 60% των μεγαλύτερων ΜμΕ στοχεύει στην ανάπτυξη έναντι μόλις 11% των μικρότερων ΜμΕ.
Μόνο το 1/3 των ΜμΕ θεωρεί ότι έχει ακάλυπτες ανάγκες χρηματοδότησης
Όσον αφορά στην ανάγκη χρηματοδότησης, το 41% του συνόλου των ΜμΕ δήλωσε ότι δεν χρειάστηκε χρηματοδότηση, το 26% του συνόλου των ΜμΕ (που αντιστοιχεί στα ¾ των ΜμΕ που έκαναν αίτηση) έλαβε χρηματοδότηση και το λοιπό 1/3 του συνόλου των ΜμΕ χρειάστηκε χρηματοδότηση, αλλά δεν μπόρεσε να την λάβει (κυρίως, γιατί δεν έκαναν αίτηση και δευτερευόντως, λόγω απόρριψης της αίτησής τους).
Πέραν από το θετικό δείκτη εμπιστοσύνης, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του δείγματος ξεχωρίζουν ως το πιο υγιές κομμάτι των ΜμΕ και υπό το πρίσμα της κεφαλαιακής επάρκειας, καθώς αντιμετωπίζουν αποδοτικότερα τις πιέσεις ρευστότητας και λαμβάνουν τη χρηματοδότηση που αιτούνται σε ποσοστό της τάξης του 90% (έναντι 30% για τις μικρότερες ΜμΕ). Έτσι, μόνο το 17% των μεγαλύτερων ΜμΕ δηλώνει ότι έχει ακάλυπτες ανάγκες χρηματοδότησης έναντι 60% για τις μικρότερες.
Σε μια συγκυρία έντονης συρρίκνωσης, οι ΜμΕ αποδείχτηκαν αρκετά ευέλικτες και συγκράτησαν το κόστος εργασίας τους
H αρνητική συγκυρία της τελευταίας πενταετίας έχει οδηγήσει σε πτώση του κύκλου εργασιών της μέσης ΜμΕ κατά περίπου 50% – ποσοστό που κυμαίνεται από 40% για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του δείγματος μέχρι 90% για τις μικρότερες.
Ωστόσο, οι ΜμΕ αποδεικνύονται αρκετά ευέλικτες, καθώς, σε αυτή τη συγκυρία, κατάφεραν να περιορίσουν το κόστος εργασίας αρκετά, ώστε να παραμείνει σταθερό ποσοστό των εσόδων τους.
Συγκεκριμένα, ο περιορισμός του κόστους εργασίας πάνω από 50%, την πενταετία 2007-2012, επιτεύχθηκε, κυρίως, μέσω μείωσης του μέσου μισθού (που συνέβαλε κατά 28%), και δευτερευόντως, μέσω απολύσεων (που συνέβαλαν κατά 25%).
Απολύσεις και μειώσεις μισθών κράτησαν την παραγωγικότητα σταθερή
Η μέση απασχόληση ανά ΜμΕ μειώθηκε κατά 25%, την προηγούμενη πενταετία (40% στις μικρές και 23% στις μεσαίες επιχειρήσεις), με τη μεγαλύτερη πτώση στις κατασκευές (κατά 52%) και την μικρότερη στις υπηρεσίες (κατά 5%).
Επιπλέον, σημειώνεται μία στροφή προς τη μερική απασχόληση και μία μέση καθυστέρηση πληρωμής μισθών της τάξης του 1,5 μήνα.
Παράλληλα, ο μέσος ετήσιος μισθός μειώθηκε κατά 28%, την προηγούμενη πενταετία (42% στις μικρές και 17% στις μεσαίες επιχειρήσεις), με τη μεγαλύτερη πτώση στις υπηρεσίες (κατά 47%) και τη μικρότερη στη βιομηχανία (κατά 11%).
Η εξέλιξη αυτή αποτελεί μία ακόμα ένδειξη της ανθεκτικότητας των πιο μεγάλων επιχειρήσεων. Υπό αυτές τις συνθήκες, η παραγωγικότητα (προσαρμοσμένη για μισθούς) έχει περιοριστεί κατά 12%, την προηγούμενη πενταετία, με τη μεγαλύτερη πτώση στο εμπόριο (κατά 18%) και μικρή άνοδο στη βιομηχανία (κατά 3%), κυρίως, λόγω εξωστρέφειας.
Επισημαίνεται ότι οι μικρές επιχειρήσεις, μέσω των επιθετικών μισθολογικών μειώσεων, κατάφεραν να αυξήσουν την παραγωγικότητα κατά 12%, την τελευταία πενταετία.
Σε αυτό το υφεσιακό κλίμα, υπήρξαν ΜμΕ που αύξησαν την απασχόλησή τους
Σε μία περίοδο τόσο κάθετης συρρίκνωσης, εύλογα η πλειοψηφία των ΜμΕ προχώρησε σε μείωση της απασχόλησης κατά την τελευταία πενταετία.
Ωστόσο, το 17% των ΜμΕ (στην πλειοψηφία τους μεσαίες επιχειρήσεις) επέλεξε καθαρή αύξηση της απασχόλησης στο ίδιο διάστημα – με το 7% των ΜμΕ να αυξάνει την απασχόλησή του πάνω από 50%. Σημειώνεται ότι τα 2/3 των ΜμΕ που αύξησαν απασχόληση, το κατάφεραν, χωρίς να αυξήσουν το μισθολογικό τους κόστος.
Οι ΜμΕ που αύξησαν απασχόληση, κατάφεραν να επιτύχουν ένα διπλό στόχο:
– Κέρδισαν μερίδιο αγοράς έναντι των εταιρειών που ακολούθησαν περιοριστικές πολιτικές απασχόλησης.
– Κατάφεραν να παραμείνουν το πιο υγιές κομμάτι των ΜμΕ, διατηρώντας την υψηλότερη παραγωγικότητα (προσαρμοσμένη για μισθούς) που είχαν και πριν την κρίση, επιδεικνύοντας υψηλότερη αντοχή στην κρίση και παρουσιάζοντας βελτιωμένη οργανωτική εικόνα.
Η πλειοψηφία των ΜμΕ προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στο νομοθετικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας
Το 60% των ΜμΕ θεωρεί ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν στην αγορά εργασίας, την τελευταία τριετία, φάνηκαν χρήσιμες (με τις μεσαίες επιχειρήσεις να δηλώνουν περισσότερο ωφελημένες).
Παράλληλα, το 80% των ΜμΕ θεωρεί ότι μπορεί να ενισχυθεί από περαιτέρω νομοθετικές ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, κυρίως, στους τομείς: Μείωση των εργοδοτικών εισφορών, καθιέρωση ευέλικτων ωραρίων, μείωση του κόστους των απολύσεων και μεταβολές στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Το μεγαλύτερο κομμάτι των αναγκαίων ανακατατάξεων στην αγορά εργασίας των ΜμΕ έχει ήδη πραγματοποιηθεί
Μετά τις αναδιαρθρώσεις της προηγούμενης πενταετίας στην αγορά εργασίας, οι ΜμΕ δείχνουν μία τάση σταθεροποίησης της απασχόλησης για το επόμενο έτος, καθώς μόλις το 20% συνεχίζει να απασχολεί πλεονάζον προσωπικό (ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από το 44% που προχώρησε σε περιορισμό κόστους εργασίας μέσω απολύσεων, την προηγούμενη πενταετία).
Είναι, επίσης, ενθαρρυντικό ότι μόνο το ½ των ΜμΕ εκτιμά ότι θα μεταβάλει το μισθολογικό του κόστος, το επόμενο έτος (έναντι ¾ που το μετέβαλαν την προηγούμενη πενταετία).
Ωστόσο, η ανάγκη για περαιτέρω περιορισμό του μοναδιαίου κόστους εργασίας παραμένει, για να γίνουν οι ελληνικές ΜμΕ πιο ανταγωνιστικές.