Πάνω από το 20% των νέων ηλικίας μεταξύ 15 και 29 ετών δεν εκπαιδεύεται, ούτε εργάζεται στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης.
Αυτό υπογραμμίζεται, μεταξύ άλλων, στην ετήσια έκθεση Education at a Glance 2013, η οποία καταρτίστηκε από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) με τη συνεργασία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αναλύει τα εκπαιδευτικά συστήματα των 34 κρατών μελών του ΟΟΣΑ, περιλαμβανομένων 21 κρατών μελών της ΕΕ. Η έκθεση προσδιορίζει διάφορες προκλήσεις για τα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν, από κοινού, από την ΕΕ και τα κράτη μέλη της, και επιβεβαιώνει τη σημασία των πολιτικών που αποσκοπούν στον εκσυγχρονισμό των εκπαιδευτικών συστημάτων και την αύξηση των ευκαιριών των νέων να σπουδάσουν στο εξωτερικό.
Αναλυτικά στην έκθεση επισημαίνονται τα εξής:
Οι εκπαιδευτικές δαπάνες ανά σπουδαστή παρουσιάζουν πτωτική τάση στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, αν και εξακολουθούν να είναι ελαφρώς υψηλότερες από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Το 2010 οι δαπάνες ανά σπουδαστή σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης στα 21 κράτη μέλη της ΕΕ που συμμετέχουν στον ΟΟΣΑ ανήλθαν σε 7.200 ευρώ, έναντι 6.900 ευρώ στον ΟΟΣΑ, συνολικά. Το γεγονός αυτό προκαλεί ανησυχία. Επιπλέον, από τα αριθμητικά στοιχεία της ίδιας της ΕΕ σχετικά με τις δημόσιες δαπάνες για την παιδεία ως ποσοστό του ΑΕΠ, προκύπτει ότι πέντε χώρες της ΕΕ (Βουλγαρία, Ελλάδα, Ιταλία, Σλοβακία και Ρουμανία) συνδυάζουν, συγχρόνως, χαμηλό επίπεδο επενδύσεων σε απόλυτες τιμές και πτωτική τάση στις δαπάνες για την παιδεία από το 2008/09.
Εξάλλου, κατά μέσο όρο, το 15% των νέων ηλικίας 15 έως 29 ετών ούτε εργάζονταν ούτε παρακολουθούσαν μαθήματα εκπαίδευσης ή κατάρτισης το 2011, ποσοστό ελαφρώς καλύτερο από τον συνολικό μέσο όρο του ΟΟΣΑ (16%). Ωστόσο, στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιταλία και την Ισπανία, πάνω από το 20% των νέων βρίσκονταν σε αυτή την κατάσταση. Τα τελευταία αριθμητικά στοιχεία της ΕΕ δείχνουν ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε το 2012 για τις τρεις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Σημαντικό ρόλο για την αποτροπή του κινδύνου να υπάρξει μια «χαμένη γενιά» θα διαδραματίσουν, όπως αναφέρει η Επιτροπή, ειδικά προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, καθώς και διάφορα υψηλής ποιότητας προγράμματα μαθητείας ή πρακτικής άσκησης, που θα εφαρμοστούν στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της ΕΕ «Εγγύηση για τους νέους».
Ακόμη, στην έκθεση τονίζεται ότι οι χώρες της ΕΕ έχουν μεγάλο μερίδιο σπουδαστών σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης του ανώτερου επιπέδου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Ωστόσο, η εικόνα ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών. Το 2011 το ποσοστό αυτό υπερέβη το 70% στην Αυστρία, το Βέλγιο, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Φινλανδία και τη Σλοβακική Δημοκρατία, αλλά στην Εσθονία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, την Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το εν λόγω ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 40%. Το ίδιο συνέβη και στις χώρες που δεν είναι μέλη της ΕΕ, με εξαίρεση την Αυστραλία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτρέπει τα κράτη μέλη να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη της μάθησης με βάση την εργασία για τη διευκόλυνση της μετάβασης των νέων από το σχολείο στην εργασία.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι κατά μέσο όρο, οι εκπαιδευτικοί στις χώρες της ΕΕ κερδίζουν μεταξύ του 77 και του 89% των μισθών των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης ίδιου μορφωτικού επιπέδου. Οι μισθοί τους μειώθηκαν σε πραγματικούς όρους κατά περίπου 4% μεταξύ 2009 και 2011. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, ενδέχεται να απειληθεί η πρόσληψη μιας νέας γενιάς εκπαιδευτικών με ζήλο, που θα αντικαταστήσουν τους εκπαιδευτικούς που γερνούν και που θα συνταξιοδοτηθούν στο εγγύς μέλλον, σημειώνεται.
Σε ό,τι αφορά την κατανομή των φύλων στους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις χώρες της ΕΕ βελτιώνεται, αλλά όχι εξίσου σε όλους τους τομείς. Όπως αποκαλύπτει η έκθεση, στην Ευρώπη εδώ και αρκετά χρόνια οι γυναίκες απόφοιτοι σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και μεταπτυχιακών σπουδών είναι περισσότερες από τους άντρες και το ποσοστό τους αυξάνει (60% του συνόλου των πτυχιούχων στις 21 χώρες της ΕΕ που συμμετέχουν στον ΟΟΣΑ, έναντι 55% το 2000).
Ωστόσο, στους κρίσιμους τομείς των μαθηματικών, των θετικών επιστημών και της τεχνολογίας, το μερίδιό τους αυξήθηκε ελάχιστα, από 40 σε 42% (εκτός από την Τσεχική Δημοκρατία, τη Γερμανία και τη Σλοβακία, όπου το ποσοστό αυτό αυξήθηκε περισσότερο από 10 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ στη μηχανική το μερίδιο ανήλθε σε 28% (από 23%). Οι ευκαιρίες απασχόλησης παρέμειναν πολύ καλύτερες για τους άνδρες και τις γυναίκες που έχουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, σε σύγκριση με κάθε άλλο εκπαιδευτικό επίπεδο. Η διαφορά στα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-64 ετών ανερχόταν, κατά μέσο όρο, σε 7 ποσοστιαίες μονάδες για τις 21 χώρες της ΕΕ (9 ποσοστιαίες μονάδες για τις χώρες του ΟΟΣΑ, συνολικά).
«Η παρούσα έκθεση αποτελεί σημαντική πηγή γνώσεων και στοιχείων για τους φορείς χάραξης πολιτικής και συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε. Η επένδυση στην εκπαίδευση πάντα αποδίδει μακροπρόθεσμα, και τα κράτη μέλη δεν πρέπει να το ξεχνούν αυτό όταν κατανέμουν τους δημοσιονομικούς πόρους. Όπως επιβεβαιώνει η έκθεση, οι περικοπές στις δαπάνες για την παιδεία γενικά, και στους μισθούς των εκπαιδευτικών ειδικότερα, μπορεί να μας εμποδίσουν να πετύχουμε τον στόχο μας για αποτελεσματικά εκπαιδευτικά συστήματα υψηλής ποιότητας» δήλωσε σήμερα στις Βρυξέλλες η αρμόδια επίτροπος για θέματα Εκπαίδευσης, Πολιτισμού, Πολυγλωσσίας και Νεολαίας, Ανδρούλλα Βασιλείου.
Η κ. Βασιλείου κατέληξε επισημαίνοντας: «Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι να δώσουμε στους νέους κίνητρα και να τους εξοπλίσουμε με δεξιότητες του 21ου αιώνα και με το επιχειρηματικό πνεύμα που χρειάζεται, ώστε η Ευρώπη να επιστρέψει στον δρόμο της ανάπτυξης. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να πραγματοποιήσουμε μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε τα εκπαιδευτικά μας συστήματα να συγκαταλέγονται στα καλύτερα στον κόσμο, κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επενδύσουμε. Ωστόσο, όπως προκύπτει σαφώς από την παρούσα έκθεση, ορισμένα κράτη μέλη έχουν καλύτερες επιδόσεις από άλλα, όσον αφορά τη διατήρηση του επιπέδου των δαπανών για την παιδεία».