Αύξηση αξίας τζίρου κατέγραψε το 2011 η αγορά λιπασμάτων, εξαιτίας, κυρίως, της ανοδικής πορείας των τιμών των προϊόντων κατά τη διάρκεια του έτους, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η Hellastat ΑΕ.
Ειδικότερα, προέκυψαν έντονες ανατιμήσεις, με τα κυριότερα λιπάσματα να εμφανίζουν αύξηση κατά 2 ευρώ έως 5 ευρώ το σακί, σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο. Ωστόσο, η κατανάλωση υποχώρησε λόγω των υψηλών τιμών και της δεινής οικονομικής θέσης των αγροτών (μείωση εισοδήματος, περικοπή πιστώσεων, υψηλό κόστος παραγωγής).
Η άνοδος των τιμών συνεχίστηκε και το 2012. Ενδεικτικά, τον Απρίλιο η τιμή της κοκκώδους ουρίας ενισχύθηκε στα 650 δολ./ τόνο, η prilled ουρία αυξήθηκε κατά 225 δολάρια στα 585 δολ./ τόνο, ενώ το UAN (διάλυμα ουρίας και νιτρικής αμμωνίας σε υγρή μορφή) διαμορφώθηκε στα 395 δολ./ τόνο.
Σύμφωνα με την Hellastat, αρνητική εξέλιξη για τον κλάδο είναι η μειωμένη παραγωγή της εταιρείας ELFE προκαλώντας ελλείψεις στην εγχώρια αγορά η οποία δεν αντισταθμίστηκε επαρκώς από εισαγωγές.
Βάσει εκτιμήσεων της Διεθνούς Ένωσης Βιομηχανιών Λιπασμάτων (IFA), η συνολική κατανάλωση λιπασμάτων στην Ελλάδα θα φτάσει το 2012 τους 500.000 τόνους θρεπτικών στοιχείων από 650.000 τόνους το 2010 και 708.000 τόνους το 2009. Κύρια μειονεκτήματα του κλάδου αποτελούν οι παράνομες εισαγωγές λιπασμάτων (κυρίως από τη Βουλγαρία) και οι συνεχείς διακυμάνσεις των τιμών.
Στη μελέτη της Hellastat αναλύονται οι οικονομικές καταστάσεις 26 επιχειρήσεων. Ο συνολικός κύκλος εργασιών των εταιρειών λιπασμάτων σημείωσε άνοδο κατά 17%. Το 68% βελτίωσαν τις πωλήσεις, με τη μέση αντίστοιχη μεταβολή να φτάνει στο +2,8%. Επίσης, προέκυψε σημαντική μείωση των λειτουργικών κερδών (12,82 εκατ. ευρώ) και υψηλές προ φόρων ζημίες (σχεδόν 52 εκατ. ευρώ).
Το περιθώριο κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (ΚΠΤΦΑ) ενισχύθηκε σε 8,2% ενώ ο αντίστοιχος δείκτης ΚΠΦ υποδιπλασιάστηκε, φθάνοντας στο 0,4%. Το περιθώριο της μικτής κερδοφορίας παρέμεινε σταθερό στο 17,4%.
Η γενική ρευστότητα υποχώρησε οριακά σε 1,20 ενώ η άμεση παρέμεινε στο 0,93. Οι απαιτήσεις εισπράττονται σε διάστημα μεγαλύτερο των 200 ημερών, ενώ τα αποθέματα διακρατούνται για περίπου τέσσερις μήνες, οδηγώντας τον εμπορικό κύκλο στις 172 ημέρες.
Η κεφαλαιακή μόχλευση κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, αν και το 2011 βελτιώθηκε ελαφρά σε 2 προς 1. Ο δείκτης κάλυψης τόκων παρέμεινε στις 1,9 φορές λόγω της υψηλής δανειακής επιβάρυνσης και της χαμηλής λειτουργικής κερδοφορίας. Η μέση αποδοτικότητα των Ιδίων Κεφαλαίων (RoE) υποχώρησε οριακά σε 4,5%.