Τα προαπαιτούμενα πρέπει να ολοκληρωθούν, δήλωσε ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, μιλώντας νωρίτερα σήμερα στην κοινοβουλευτική επιτροπή που είναι αρμόδια για τον έλεγχο της πορείας εκτέλεσης του προϋπολογισμού.
Ο κ. Κουτεντάκης αναφέρθηκε στο επικείμενο Eurogroup και τη σημασία της απόφασης για την επιστροφή από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες στην Ευρώπη. «Μία ενδεχόμενη αστοχία στην έγκριση εκταμίευσης των ποσών αυτών, αφενός θα στερήσει το Δημόσιο από ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό αφετέρου θα στείλει ένα πολύ κακό μήνυμα για την πορεία της οικονομίας, στις αγορές.
Εξάλλου, κάποια από τα προαπαιτούμενα είναι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις του ελληνικού κράτους, όπως, για παράδειγμα, οι προσλήψεις στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ή οι επιλογές των Γενικών Γραμματέων μέσω ΑΣΕΠ», σημείωσε ο κ. Κουτεντάκης, ο οποίος παρουσίασε στην επιτροπή της Βουλής την τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού για τι διάστημα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2018.
Εξάλλου, ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού δεν παρέλειψε να τονίσει ότι η Ελλάδα έχει βαριές δεσμεύσεις, διότι έχει βαριές κληρονομιές από την κρίση. «Μπορεί να βλέπουμε βελτίωση σε μεγέθη, αυτό δεν σημαίνει ότι η χώρα πηγαίνει καλά. Θα περάσουν χρόνια μέχρι να αποκατασταθεί σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο η ευημερία, το συνολικό εισόδημα που παράγει αυτή η χώρα», επισήμανε και πρόσθεσε:
«Θα ήθελα να μετριάσω τις υπερβολικές αισιοδοξίες και προσδοκίες που ακούγονται. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις ούτε η χώρα μπορεί σε ένα, δύο χρόνια να αποκαταστήσει τη ζημιά που υπέστη σε οκτώ, εννέα χρόνια. Θα πάρει καιρό. Το κριτήριο είναι να δούμε αν κινούμαστε στη σωστή κατεύθυνση και δευτερευόντως αν είμαστε κάτω από το επίπεδο που ήμασταν πριν από 10 χρόνια. Σίγουρα θα είμαστε για καιρό κάτω. Έχουμε βαριές κληρονομιές που είναι ένα τεράστιο δημόσιο χρέος, ένα τεράστιο στοκ μη εξυπηρετούμενων δανείων, ένα τεράστιο στοκ ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο και το σημαντικότερο, ένα μειωμένο κεφαλαιακό απόθεμα.
Δηλαδή, έχει μειωθεί δραματικά το απόθεμα κεφαλαίου που έχει αυτή η χώρα για να παράγει, και επίσης έχει ένα εργατικό δυναμικό που έχει συρρικνωθεί, και ποσοτικά λόγω της μετανάστευσης και ποιοτικά γιατί η μετανάστευση δεν έχει γίνει στον μέσο όρο, έχει γίνει στα πιο εξειδικευμένα κομμάτια του δυναμικού. Το θέμα είναι αν η διαχείριση των προβλημάτων γίνεται με τρόπο που τα οδηγεί στη σωστή κατεύθυνση ή ανάποδα».
Ο κ. Κουτεντάκης ρωτήθηκε για την αύξηση του κατώτατου μισθού και πόσο αυτό θα επηρεάσει την απασχόληση. «Η απασχόληση εξαρτάται και από το εργατικό κόστος αλλά και από τις συνθήκες που επικρατούν στη ζήτηση που αντιμετωπίζει μια επιχείρηση» απάντησε και υπογράμμισε: «Το 2012, όταν μειώθηκε ο κατώτατος μισθός, δεν υπήρξε αύξηση της απασχόλησης. Αντίθετα, υπήρξε μείωση της απασχόλησης. Ο λόγος ήταν ότι η οικονομία βρισκόταν σε ύφεση. Οπότε η μείωση του μισθολογικού κόστους δεν μπόρεσε να το ανατρέψει. Κατ’ αναλογία, μπορεί να εικάσει κανείς ότι αν η οικονομία συνεχίσει να πηγαίνει καλά, μπορεί να αυξηθεί η απασχόληση ακόμη και με αύξηση του μισθολογικού κόστους».
Για τη μείωση του φορολογικού βάρους παρατήρησε: «Υπάρχουν πολλοί φόροι, για τους οποίους μπορεί κανείς να συζητάει με ποιον τρόπο θα κατανείμει την όποια φορολογική ελάφρυνση. Ο φόρος των μερισμάτων είναι μία επιλογή, η οποία δείχνει να ευνοεί περισσότερο τις μεγάλες επιχειρήσεις, τις ΑΕ, που έχουν μετόχους και μοιράζουν μερίσματα και όχι τόσο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις». Όπως σημείωσε, προγενέστερο ερώτημα είναι αν μία δημοσιονομική πολιτική πρέπει να στηρίζει περισσότερο τις μικρές ή τις μεγάλες επιχειρήσεις. «Αυτό είναι σύνθετο ερώτημα και δεν υπάρχει προφανής απάντηση. Είναι ζητήματα διανομής της ελάφρυνσης αλλά και ποιες δραστηριότητες θέλει κανείς να ενισχύσει. Το πλαίσιο, δηλαδή, έχει πολλά ερωτηματικά», ανέφερε ο κ. Κουτεντάκης.