Τον κώδωνα του κινδύνου για τα αρνητικές συνέπειες που μπορεί να επιφέρει η υπερβολική προσήλωση στις πολιτικές λιτότητας, στο πλαίσιο της προσπάθειας εξυγίανσης των δημοσιονομικών σε πολλές χώρες συγχρόνως, έκρουσαν οι οικονομολόγοι του ΟΟΣΑ στην έκθεση για την Οικονομική Προοπτική της διεθνούς οικονομίας που δημοσιεύθηκαν σήμερα.
«Η μεγάλη προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης που επιχειρείται ταυτόχρονα σε πολλές χώρες», υπογραμμίζουν, «θα προκαλέσουν τη μείωση της ανάπτυξης κατά 1 έως 1,5 εκατοστιαίες μονάδες για το 2012» στις χώρες του ΟΟΣΑ και ακόμα περισσότερο στις χώρες της ευρωζώνης.
Η σημαντική αυτή επιβράδυνση ερμηνεύεται από το ότι οι προσπάθειες εξυγίανσης «γίνονται συγχρόνως σε πολλές χώρες και ιδιαίτερα στη ζώνη του ευρώ. Οφείλεται επίσης στο ότι η μεγαλύτερη προσπάθεια γίνεται μέσω της περιστολής των δημόσιων δαπανών που ναι μεν θα αποδειχθεί ευεργετική μακροπρόθεσμα, βραχυπρόθεσμα όμως βαραίνουν αρνητικά στην ανάπτυξη».
Ειδικά για ορισμένες από τις χώρες της ευρωζώνης ο ορίζοντας μπορεί να είναι ακόμα πιο σκοτεινός:
«Με βάση τις τρέχουσες συνθήκες » εκτιμούν οι αναλυτές του ΟΟΣΑ, «οι βραχυπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες της δημοσιονομικής εξυγίανσης στην ανάπτυξη, θα μπορούσαν να αποδειχθούν σημαντικότερες από αυτές που προαναφέραμε» (≥-1,5 %).
Όπως αναφέρειτο ΑΜΠΕ, πρόκειται συγκεκριμένα για χώρες της ευρωζώνης όπου «προϋπάρχουσες αδυναμίες και δυσλειτουργίες των οικονομικών συστημάτων θα μπορούσαν να περιορίσουν τη δυνατότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων να ισορροπήσουν τις δαπάνες τους για την αντιμετώπιση νέων μέτρων λιτότητας».
Την επικινδυνότητα της ευρωζώνης για την παγκόσμια οικονομία, υπογραμμίζουν σε πολλά σημεία της έκθεσης οι οικονομολόγοι του ΟΟΣΑ:
«Η κρίση στην ευρωζώνη», σημειώνουν, «παραμένει για την ώρα η πιο σημαντική απειλή για την παγκόσμια οικονομία παρά τα πρόσφατα μέτρα που μείωσαν βραχυπρόθεσμα τις πιέσεις».
Έχει μεν αρχίσει «η διόρθωση των ανισορροπιών που είναι βαθιά ριζωμένες ανάμεσα στις χώρες-μέλη, χρειάζεται όμως μια εντονότερη προσπάθεια για την εξασφάλιση μιας μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας».
Προς τούτο, ο ΟΟΣΑ υποστηρίζει ότι θα πρέπει να γίνουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις ελλειμματικές χώρες, όσο και στις πλεονασματικές. Τονίζουν όμως επανειλημμένα ότι «μια υπερβολικά μεγάλη λιτότητα μέσα από την προσπάθεια εξυγίανσης των δημοσιονομικών θα μπορούσε να είναι επιβλαβής».
Η ίδια λογική, θα πρέπει να ακολουθηθεί και στην Αμερική.
Οι οικονομολόγοι του ΟΟΣΑ υποστηρίζουν ότι η δημοσιονομική εξυγίανση των ΗΠΑ θα πρέπει να γίνει σε χαμηλότερους ρυθμούς από αυτούς που προβλέπει η νομοθεσία.
Στην ευρωζώνη, η διαρθρωτική δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να περιορισθεί σε ό,τι προκύπτει από τις τρέχουσες δεσμεύσεις, ενώ οι αυτόματοι σταθεροποιητές θα πρέπει να μπορούν να λειτουργήσουν ελεύθερα.
Είναι θέμα φερεγγυότητας για την ευρωζώνη, λέει ο ΟΟΣΑ, να καθορισθεί και να εξηγηθεί η πολιτική αυτή με τρόπο συντονισμένο, και όχι με άτακτη δράση των χωρών ξεχωριστά.
Επίσης θα πρέπει να δοθεί ένα τέλος στις κυκλικά επανερχόμενες αρνητικές αλληλοεπιδράσεις ανάμεσα, στα δημόσια οικονομικά, στην αξιοπιστία των τραπεζών και στους κινδύνους εξόδου από την ευρωζώνη.
Στο τέλος του δρόμου και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ΟΟΣΑ υποστηρίζει ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί μια ολοκληρωμένη τραπεζική ένωση με κοινούς δημοσιονομικούς μηχανισμούς στήριξης.
Για την ώρα, απαιτείται να γίνει πράξη η κατ’ ευθείαν ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ώστε να μπορέσει η ΕΚΤ να αγοράσει τίτλους του δημόσιου χρέους των πιο ευαίσθητων χωρών.