Στη Γερμανία τα μεταχειρισμένα ρούχα και παπούτσια σπανίως καταλήγουν στα σκουπίδια. Δίπλα στους ειδικούς κάδους για μπουκάλια και γυαλιά που υπάρχουν σε πολλά σημεία των πόλεων, υπάρχουν συνήθως και ειδικοί κάδοι οργανώσεων αρωγής, όπου μπορεί κανείς να πετάξει ρούχα και παπούτσια που πλέον δεν χρειάζεται.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο όγκος των μεταχειρισμένων ρούχων που πετούν οι Γερμανοί στους ειδικούς αυτούς κάδους έχει αυξηθεί κατακόρυφα. «Κάθε χρόνο καταλήγουν στους κάδους ειδών ρουχισμού περίπου ένα εκατομμύριο τόνοι υφάσματος», εξηγεί ο Τόμας Άλμαν από την FairWertung, έναν σύνδεσμο 130 περίπου κοινωφελών οργανώσεων συλλογής μεταχειρισμένων ρούχων, σύμφωνα με ρεπορτάζ της Deutsche Welle.
Σε μια πρώτη ανάγνωση οι δωρεές αυτές εξυπηρετούν πολλαπλούς σκοπούς: πέραν του ότι διατίθενται σε απόρους, το γεγονός ότι δεν καταλήγουν απλώς στα σκουπίδια συμβάλλει και στην προστασία του περιβάλλοντος. Ωστόσο στη Γερμανία δεν υπάρχουν σήμερα τόσο μεγάλες ανάγκες. Από τους χιλιάδες τόνους ρούχων και παπουτσιών που συλλέγονται, μόλις το 10% διατίθεται από τις οργανώσεις αρωγής που τα διαχειρίζονται σε ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη. Τα υπόλοιπα πωλούνται σε επιχειρήσεις που ασχολούνται με το εμπόριο μεταχειρισμένων ρούχων.
Επικερδής επιχείρηση
Από τις πωλήσεις αυτές ο Ερυθρός Σταυρός, για παράδειγμα, αντλεί ετησίως περί τα 13,5 εκατομμύρια ευρώ τα οποία και αξιοποιεί για κοινωφελείς σκοπούς. Βέβαια μόλις ένα πολύ μικρό ποσοστό των ρούχων, που κυμαίνεται μεταξύ 2 και 4%, είναι σε τόσο καλή κατάσταση που να μπορούν να πουληθούν από καταστήματα Second-Hand στη Γερμανία ή σε άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης. Με αυτό το αμελητέο ποσοστό επί του συνολικού όγκου όμως επιτυγχάνεται το μεγαλύτερο μερίδιο του τζίρου. Το υπόλοιπο 40% των ρούχων και παπουτσιών εξάγεται, το 10% καταλήγει στα σκουπίδια ενώ τα υπόλοιπα ανακυκλώνονται και μετατρέπονται σε πανιά για καθάρισμα.
Για τις επιχειρήσεις το εμπόριο με τα μεταχειρισμένα ρούχα είναι ιδιαίτερα επικερδές, γι΄ αυτό και η ζήτηση για μεταχειρισμένα ρούχα από τη Γερμανία και άλλες βιομηχανικές χώρες είναι πολύ μεγάλη. Τα παλιά ρούχα καταλήγουν κυρίως στην ανατολική Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή, στην κεντρική Ασία και κυρίως στην Αφρική, δημιουργώντας θέσεις εργασίας σε εργοστάσια μεταποίησης, στις μεταφορές και το εμπόριο. Και όχι μόνο, υποστηρίζουν οι ειδικοί της FairWertung. Για πολλούς ανθρώπους τα μεταχειρισμένα ρούχα είναι η μοναδική δυνατότητα να αγοράσουν φθηνά ρούχα. Ειδικά στις ηπειρωτικές περιοχές της αφρικανικής ηπείρου παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. «Υπάρχουν πολλές έρευνες που δείχνουν ότι η εγχώρια βιομηχανία ρούχων δεν μπορεί να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες», επισημαίνει και η Σουζάνε Πολ από τον γερμανικό Ερυθρό Σταυρό.
Οι πραγματικές ανάγκες του κόσμου δεν παίζουν όμως ρόλο, αντιτείνει η Φρίντελ Χυτς-Άνταμς από το Ινστιτούτο Südwind. Διότι τα μεταχειρισμένα ρούχα «καταλήγουν καταρχήν στις χώρες που μπορούν να τα πληρώσουν». Οι εισαγωγές μεταχειρισμένων ρούχων στο Κονγκό, για παράδειγμα, είναι περιορισμένες παρότι υπάρχουν τεράστιες ανάγκες, εξηγεί η ειδικός. «Δεν μπορούν να πληρώσουν και γι΄ αυτό καταλήγουν εκεί ελάχιστα και περισσότερο κακής ποιότητας ρούχα. Και όταν μια χώρα, όπως η Ινδία, που έχει τον μεγαλύτερο αριθμό απόρων στον κόσμο, έχει επιβάλει απαγόρευση εισαγωγής μεταχειρισμένων ρούχων -και δεν είναι ότι κυκλοφορούν γυμνοί οι άνθρωποι- τότε αυτό δείχνει ότι το σημερινό εμπόριο με μεταχειρισμένα ρούχα έχει ελάχιστη σχέση με την ικανοποίηση των αναγκών των φτωχών».
Η άλλη όψη του νομίσματος
Και όσον αφορά τις θέσεις εργασίας; Δεν θα ήταν καλύτερα εάν οι αφρικανικές χώρες παρήγαγαν οι ίδιες προϊόντα ένδυσης και υπόδυσης αντί να εισάγουν μεταχειρισμένα; «Ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν από το εμπόριο μεταχειρισμένων δηλαδή ράφτες, έμποροι, πωλητές κτλ. είναι κατά πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό των θέσεων που προσφέρει η βιομηχανία ρούχων», ισχυρίζεται η Σουζάνε Πολ από τον Ερυθρό Σταυρό.
Στην ίδια την Αφρική πάντως το επιχείρημα ότι τα μεταχειρισμένα δημιουργούν και συντηρούν θέσεις εργασίας δε φαίνεται να πείθει. Πολλές χώρες θα προτιμούσαν να οικοδομήσουν τη δική τους παραγωγή. Εδώ και δεκαετίες παράγουν μεν βαμβάκι, το οποίο εξάγεται και μεταποιείται όμως στη συνέχεια σε άλλες χώρες. Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά και ο τεράστιος όγκος των μεταχειρισμένων ρούχων που «πλημμύρισαν» την αφρικανική αγορά, καταστρέφοντας την εγχώρια παραγωγή που υπήρχε παλαιότερα. Η Χυτς-Άνταμς διηγείται ότι έχει ακούσει επανειλημμένως σχετικά παράπονα σε αφρικανικές χώρες. «Σε αντίθεση με τα κινεζικά προϊόντα, οι αφρικανοί παραγωγοί βλέπουν τα ευρωπαϊκά μεταχειρισμένα ως αθέμιτο ανταγωνισμό. Όπως λένε, δεδομένου ότι τα μεταχειρισμένα διατίθενται δωρεάν, οι έμποροι έχουν ένα οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν μπορείς να ανταγωνιστείς όταν παράγεις ο ίδιος». Σύμφωνα με την ίδια, τα μεταχειρισμένα έδωσαν τη δεκαετία του 1990 τη «χαριστική βολή» σε πολλούς παραγωγούς. Στον οικονομικό αφανισμό τους έπαιξαν βέβαια ρόλο και άλλοι λόγοι, όπως οι ανεπαρκείς υποδομές και η επισφαλής παραγωγή ενέργειας.
Πολλές αφρικανικές χώρες συνεχίζουν να βλέπουν ιδιαίτερα αρνητικά τα μεταχειρισμένα ρούχα. Αυτός είναι και ο λόγος που ορισμένες απαγόρευσαν πριν από μερικά χρόνια τις εισαγωγές, μεταξύ αυτών η Νιγηρία, η Αιθιοπία και η Νότια Αφρική. Ο κατάλογος των χωρών που απαγόρευσαν τις εισαγωγές μεταχειρισμένων ρούχων θα ήταν προφανώς μεγαλύτερος εάν οι Αμερικανοί δεν είχαν απειλήσει με εμπορικό πόλεμο. Οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας μεταχειρισμένων ρούχων με τον τζίρο του κλάδου να ξεπερνά το ένα δις δολάρια ετησίως.