Κριτική στις εκτιμήσεις που διατύπωσε χθες το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου, σχετικά με το κόστος ενδεχόμενης χρεοκοπίας της Ελλάδας, εντός ή εκτός Ευρωζώνης, ασκούν Γερμανοί οικονομολόγοι, μιλώντας στην εφημερίδα «Financial Times Deutschland».
Ο υψηλόβαθμος οικονομολόγος της Berenberg Bank Κρίστιαν Σουλτς διατύπωσε την άποψη πως «αν η Ελλάδα κηρύξει πτώχευση και δεν αποχωρήσει από το ευρώ, υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα οι συνέπειες από την αναδιάρθρωση του χρέους να μην είναι πολύ σημαντικές και έτσι οι γερμανικές απώλειες να είναι μικρότερες», ενώ, όπως σημειώνει η εφημερίδα, άλλοι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι οι όποιες εκτιμήσεις για τις συνέπειες μιας χρεοκοπίας της Ελλάδας θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τόσο τις εξελίξεις στη γερμανική οικονομία, όσο και τον κίνδυνο μετάδοσης της κρίσης σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Το Ινστιτούτο Ifo υπολόγισε ότι οι απώλειες για την Γερμανία, σε περίπτωση αποχώρησης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα ανέλθουν σε 82 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ αν χρεοκοπήσει εντός της Ευρωζώνης, το αντίστοιχο ποσό θα φτάσει τα 89 δισεκατομμύρια. Σε αυτές τις εκτιμήσεις δεν συνυπολογίζονται, πάντως, οι απώλειες Γερμανών ιδιωτών πιστωτών και κυρίως των γερμανικών τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών.
Το σημαντικό ζήτημα, σύμφωνα με τον κ. Σουλτς, είναι το ποσοστό των απαιτήσεων έναντι της Ελλάδας, οι οποίες θα χάνονταν σε περίπτωση χρεοκοπίας της χώρας. «Αυτό σε περίπτωση εξόδου από την Ευρωζώνη θα φτάσει το 100%», τονίζει το στέλεχος της Berenberg Bank. Αν όμως η Ελλάδα χρεοκοπήσει παραμένοντας στην Ευρωζώνη, θα μπορούσε να επιτευχθεί ένας πολιτικός συμβιβασμός, πιθανόν με μία τομή του χρέους της τάξης του 50%, υποστηρίζει.
Ο Μπερτ Ρούρουπ, πρώην επικεφαλής του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας συμβούλων επιχειρήσεων Maschmeyer-Rürup, υποστηρίζει ότι οι απώλειες θα είναι πολύ μεγαλύτερες για την Γερμανία, λόγω των παράπλευρων ζημιών που θα υποστεί η γερμανική οικονομία και λόγω της όξυνσης της ύφεσης στην Ευρωζώνη, το μέγεθος της οποίας δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί εκ των προτέρων.
Οι Financial Times Deutschland αναφέρουν ακόμη ότι, η μελέτη του Ifo δεν ασχολείται καθόλου με το τι πρέπει να γίνει με την Ελλάδα μετά την έξοδο από την Ευρωζώνη. Οι υποστηρικτές της εξόδου από την Ευρωζώνη επισημαίνουν ότι μόνον έτσι θα μπορέσει η χώρα να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της. Στην πραγματικότητα, όμως, και αν ληφθεί υπόψη ότι ακόμα και με την παροχή βοήθειας η ελληνική οικονομία έχει ένα πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 2%, θα πρέπει να αναμένεται αδυναμία πληρωμής μισθών και συντάξεων. «Ο κίνδυνος να μετατραπεί η χώρα σε μία πολιτική πυριτιδαποθήκη θα ήταν μεγάλος», επισημαίνεται.
Τη μεγαλύτερη ανασφάλεια προκαλεί, πάντως, ο κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης, ο οποίος θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την Ευρωζώνη, σύμφωνα με τον Ντένις Σνόουερ, πρόεδρος του Ινστιτούτου για την Παγκόσμια Οικονομία, στο Κίελο.
Όπως λέει ο Ντένις Σνόουερ, οι επενδυτές είναι πιθανόν, μετά την έξοδο της Ελλάδας, να αρχίσουν να αναζητούν τον επόμενο υποψήφιο για έξοδο από το κοινό νόμισμα, προκαλώντας περαιτέρω δημοσιονομικό και οικονομικό κόστος. Σε αυτό το ενδεχόμενο, άλλωστε, στηρίχθηκε και η πρόσφατη αρνητική εκτίμηση της Moody’s για τις προοπτικές της γερμανικής οικονομίας.
Αλλά και οι γερμανικές τράπεζες θα είχαν μεγάλες απώλειες, υπογραμμίζεται και υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Bundesbank, οι απαιτήσεις των γερμανικών πιστωτικών ιδρυμάτων, έναντι κυρίως της Ιταλίας και της Ισπανίας, ανέρχονται σε 200 δισεκατομμύρια ευρώ.
«Το σίγουρο είναι ότι η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής της Νότιας Ευρώπης», δηλώνει ο Ντάνιελ Γκρος, επικεφαλής της γνωστής δεξαμενής σκέψης (think tank)των Βρυξελλών «Ceps». «Γι’ αυτό και πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι οι προσπάθειες να υπολογιστεί ακριβώς το κόστος της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη είναι παραπλανητικές και προειδοποιούν για τις ζημίες που δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν επακριβώς», καταλήγει.