H ελληνική οικονομία έχει τις δυνατότητες να εισέλθει σε μία σταθερή πορεία ταχείας ανάκαμψης και ανάπτυξης, σύμφωνα με το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ).
Η εκτίμηση του Ινστιτούτου, με βάση την πορεία της οικονομίας για το πρώτο τρίμηνο, είναι ότι η αύξηση του ΑΕΠ το 2018 ενδέχεται να υπερβεί, υπό όρους, το 2,5% σε ετήσια βάση.
Σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, αν η ανάπτυξη της χώρας είναι ικανοποιητική έως το 2022, με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στη Γενική Κυβέρνηση, τότε αυτό θα επιβεβαιώσει το αυτονόητο, ότι δηλαδή μία μικρή χώρα όπως η Ελλάδα που είναι πλήρες μέλος της Ζώνης του Ευρώ μπορεί να αναπτύσσεται ικανοποιητικά με βάση την υψηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα της, την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της και την δυναμική αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών της.
Βάσει στοιχείων για το διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου, εκτός από την σημαντική αύξηση των εισαγωγών και των εξαγωγών συνεχίσθηκε η αυξητική πορεία της παραγωγής της μεταποιητικής βιομηχανίας, του Δείκτη Κύκλου Εργασιών στη βιομηχανία και των πωλήσεων των επιβατικών αυτοκινήτων. Στον τουρισμό για το πρώτο τρίμηνο σημειώθηκε αύξηση των αφίξεων από το εξωτερικό κατά 12,8% και των ταξιδιωτικών εισπράξεων κατά 13,9%. Επίσης, στην αγορά εργασίας σημειώθηκε αύξηση κατά 2,57% του αριθμού των απασχολουμένων.
Σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας διαδραματίζει η εκ βάθρων αναδιάρθρωση στην αγορά εργασίας. Η αναδιάρθρωση αυτή, συμβάλει και στην αύξηση της απασχόλησης. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο, ότι αν και τα τελευταία έτη έχει αυξηθεί το ποσοστό των προσλήψεων μερικής απασχόλησης στο σύνολο των προσλήψεων, οι προσλήψεις πλήρους απασχόλησης το 2017 ήταν σχεδόν διπλάσιες από τις αντίστοιχες του 2013 και περισσότερες από το σύνολο των προσλήψεων (πλήρους και μερικής απασχόλησης) το ίδιο έτος.
Επιπλέον, το ποσοστό μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα είναι περίπου το μισό από αυτό των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28.
Η δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας μεταξύ 2009 και 2017 ανέρχεται σε 31,5 δισ. ευρώ και οφείλεται κατά 37,5 δισ. ευρώ σε μειώσεις δαπανών, ενώ παρά την αντιαναπτυξιακή και απολύτως περιττή υπερφορολόγηση των τελευταίων ετών, οι φόροι, την ίδια περίοδο ήταν μειωμένοι κατά 6 δισ. ευρώ. Ο διαρθρωτικός χαρακτήρας των δημοσιονομικών πλεονασμάτων επιτρέπει αφενός τη σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών και την εκλογίκευση του φορολογικού συστήματος και, αφετέρου, τη διατήρηση των Πρωτογενών Πλεονασμάτων στα αναγκαία επίπεδα, για όσο χρόνο απαιτείται προκειμένου να αποκατασταθεί πλήρως η αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας.
Η εκτέλεση του προϋπολογισμού κατά το πρώτο 5μηνο, ενισχύει την εκτίμησή του ΙΝΣΕΤΕ ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενι9κής Κυβέρνησης θα υπερβεί το 4,5% του ΑΕΠ το 2018, έναντι 3,82% που προβλέπει ο Π2018 και 3,5% που απαιτείται από το 3ο Μνημόνιο. Όπως τονίζουμε από το καλοκαίρι του 2016, η χώρα όχι μόνο διαθέτει τη δυνατότητα να επιτύχει τα αναγκαία πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά από την στρατηγική αυτή – δηλαδή ότι θα κάνουμε οτιδήποτε χρειαστεί για να αποπληρώνουμε με συνέπεια τα δάνειά μας – εξαρτάται, στο τέλος της ημέρας, η διεθνής μας αξιοπιστία, η πιστοληπτική μας ικανότητα, και άρα και η ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας μας την επόμενη δεκαετία.
Στο ίδιο διάστημα, μεταξύ 2009 και 2017, το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου μειώθηκε κατά 19,2 δισ.ευρω. Σημειώνεται ότι άνω του 80% της μεταβολής, δηλαδή 15,5 δισ. ευρώ, προήλθαν από αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών πλην ναυτιλίας – δηλαδή όλων των εγχωρίως παραγομένων αγαθών και υπηρεσιών, παρά το εξαιρετικά αντίξοο περιβάλλον για εξαγωγική δραστηριότητα.
Σε ό,τι αφορά στο τραπεζικό σύστημα φαίνεται να διαθέτει την αναγκαία επάρκεια κεφαλαίων και πρόσβαση στις χρηματαγορές για την χρηματοδότηση επενδύσεων. Με την άρση του κινδύνου του Grexit εξαλείφεται το βασικότερο εμπόδιο για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων.
Στην ίδια κατεύθυνση, η συμφωνία του Eurogroup της 21ης Ιουνίου περιλαμβάνει, εκτός από τα μέτρα για την δημιουργία ενός ‘μαξιλαριού ρευστότητας’, και δύο ασφαλιστικές δικλείδες για επανεξέταση της βιωσιμότητας του χρέους, αν χρειαστεί σε περίπτωση απότομης επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών ή μετά τη λήξη της περιόδου χάριτος έως το 2030. Έτσι, δημιουργείται ένα πλαίσιο ασφαλείας με χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες έως το 2030, καθώς και για το χρέος μακροπρόθεσμα.
Με την απόφαση αυτή, η Ελλάδα αποκτά ένα παράθυρο ευκαιρίας για να αξιοποιήσει τις διαρθρωτικές προσαρμογές που έχει πετύχει στην οικονομία της, και να εφαρμόσει το δικό της αναπτυξιακό πλάνο μέσω ενός βιώσιμου οικονομικού μοντέλου που θα μειώσει το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και θα δημιουργήσει τα αναγκαία πρωτογενή πλεονάσματα.
Συμπερασματικά, η οικονομία, δηλαδή οι εργαζόμενοι και οι υγιείς επιχειρήσεις, παρά τις αντίξοες επιμέρους κυβερνητικές πολιτικές, αποδεικνύει ότι μπορεί να τροχοδρομήσει τη χώρα σε μία πορεία σταθερής βελτίωσης. Όπως με την ένταξη της χώρας στο Ευρώ, τα πάντα τώρα εξαρτώνται από τις αποφάσεις του πολιτικού μας συστήματος. Οι ελληνικές κυβερνήσεις θα πρέπει τώρα να στοχεύουν στη διαφύλαξη της αξιοπιστίας, της σταθερότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, δηλαδή των αναπτυξιακών πλεονεκτημάτων που ανέκτησε η Ελλάδα στην περίοδο 2010-2017. Η απεμπόληση, μέσω της διόγκωσης της εγχώριας ζήτησης με δανεισμό από το εξωτερικό, των μεγάλων πλεονεκτημάτων που προέκυψαν για τη χώρα από την ένταξή της στο Ευρώ θα πρέπει να γίνει παράδειγμα προς αποφυγή για τη χώρα.