Προβληματισμό στους κόλπους των δανειστών προκάλεσαν τα χθεσινά πρώτα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που έδειξαν ρυθμό ανάπτυξης 1,4% το 2017, σχεδόν στο μισό της αρχικής εκτίμησης του οικονομικού επιτελείου για ανάπτυξη 2,7% και δύο δέκατα χαμηλότερα από τον τελευταίο επίσημο στόχο για 1,6%.
Η ελληνική οικονομία πέτυχε μόνο το μισό του αρχικού στόχου επέκτασης διαψεύδοντας τη μια μετά την άλλη τις αναθεωρημένες εκτιμήσεις.
Το κόστος των καθυστερήσεων και της αβεβαιότητας αναφορικά με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης η οποία παραλίγο να κρατήσει ένα χρόνο, αποτυπώθηκε στα στοιχεία για την εξέλιξη του ΑΕΠ με την πτώση της κατανάλωσης να τροφοδοτείται κυρίως από τη γενική κυβέρνηση και τα νοικοκυριά να ακολουθούν.
Άλλωστε η τελική κατανάλωση παρέμεινε ο μεγάλος ασθενής. Η χθεσινή εξέλιξη είναι σίγουρα αρνητική και με δεδομένο ότι ο χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης, προήλθε κυρίως από την μειωμένη κατανάλωση δημιουργεί φόβους, ότι το Ταμείο είναι πιθανόν να απαιτήσει η μείωση του αφορολογήτου κατά 3.000 ευρώ να έρθει ταυτόχρονα με την μείωση των συντάξεων, σε 10 μήνες από τώρα.
Για το 2018, ο προϋπολογισμός προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,5%. Ο στόχος και πάλι χαρακτηρίζεται φιλόδοξος από αναλυτές.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, στο βαθμό που δεν θα εκδηλωθούν σημαντικές εκπλήξεις, η ανάκαμψη της οικονομίας θα συνεχιστεί με το ρυθμό ανάπτυξης λίγο πάνω από 2%. Η κεντρική αυτή πρόβλεψη, όμως, προϋποθέτει συστηματική, έστω και μικρή, βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, διότι χωρίς ανάκαμψη των επενδύσεων, η οικονομία θα βρεθεί και πάλι σε οδυνηρή στασιμότητα.
Καθοριστικές για την εξέλιξη της ανάπτυξης θα είναι οι πολιτικο-οικονομικές εξελίξεις των επομένων μηνών , κυρίως μέχρι να αποσαφηνιστεί το τοπίο της μεταμνημονιακής περιόδου. Παρ’ ότι «καθαρή έξοδος» από το πρόγραμμα δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, το μέχρι τώρα σκηνικό των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές και η απουσία εξάρσεων εκτιμάται πως συμβάλλει στη διαμόρφωση ήρεμων συνθηκών στην οικονομία.
Το ξεκαθάρισμα της διάδοχης κατάστασης μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος, το εύρος της εποπτείας , το νέο πλαίσιο μεταρρυθμίσεων αλλά και οι παρεμβάσεις στο μέτωπο του χρέους, σε συνδυασμό με τις συνθήκες στις αγορές, την αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης για τους επενδυτές και το ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον εκτιμάται πως θα αποδειχθούν καθοριστικοί παράγοντες για την πορεία της ανάπτυξης.