Το μαξιλάρι ασφαλείας (cash buffer) των 18-20 δισ. ευρώ που δημιουργεί η κυβέρνηση προκειμένου να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μετά την έξοδο από το τρίτο Μνημόνιο έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των τραπεζών.
Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές μόνο η διαχείριση αυτών των κεφαλαίων αποτελεί σημαντικό κίνητρο για τις τράπεζες που ενόψει των stress test καλοβλέπουν αν όχι όλο τουλάχιστον ένα πολύ μεγάλο κομμάτι από την «πίτα» των ταμειακών αυτών διαθεσίμων.
Στην περίπτωση που το «μαξιλάρι» της ρευστότητας περάσει από την κυβέρνηση ως «κατάθεση» στο τραπεζικό σύστημα τότε οι τράπεζες θα πάρουν μεγάλη ανάσα ρευστότητας ενώ κέρδη θα προκύψουν και για το δημόσιο.
Για παράδειγμα σε ένα υποθετικό σενάριο εργασίας για επιτόκιο 1% που θα αφορά κεφάλαια ύψους 18 δισ. ευρώ από το «μαξιλάρι» το Ελληνικό Δημόσιο θα εξασφάλιζε κέρδη από τόκους 180 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση
Παρά το κλείσιμο της 3ης αξιολόγησης η αβεβαιότητα για την «επόμενη μέρα» του Μνημονίου παραμένει, με αποτέλεσμα η ισορροπία στο μέτωπο των καταθέσεων να είναι ακόμη εύθραυστη. Μπορεί οι αποταμιεύσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα να έχουν ανακάμψει ελαφρά την τελευταία διετία, όμως δεν απέχουν αρκετά από τα επίπεδα που ήταν πριν αρχίσουν οι μεγάλες εκροές, στα τέλη του 2014 και στις αρχές του 2015.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τραπέζας της Ελλάδος, τον Οκτώβριο του 2017 οι ιδιωτικές καταθέσεις σημείωσαν αύξηση κατά 1 δισ., γεγονός το οποίο βοήθησε τις τράπεζες να μειώσουν τον δανεισμό τους από τον ELA.
Η εξάρτηση των ελληνικών ιδρυμάτων από το ευρωσύστημα θα μηδενιστεί εφόσον το «μαξιλάρι» της ρευστότητας περάσει από την κυβέρνηση ως «κατάθεση» στο τραπεζικό σύστημα.
Πρόκειται για ένα σχέδιο το οποίο επεξεργάζεται ήδη το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς από αυτήν την κίνηση κερδισμένες δεν βγαίνουν μόνο οι τράπεζες αλλά και το ίδιο το Δημόσιο. Σε αυτό το πλαίσιο έχουν ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου και της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών, με το επιτόκιο να είναι κεντρικό θέμα σε αυτές τις συναντήσεις.