«Χρειάζεται πολιτική και οικονομική σταθερότητα, χρειάζεται ένα νέο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, χρειάζεται τολμηρές μεταρρυθμίσεις», τόνισε στην ομιλία του, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, στην παρουσίαση βιβλίου «Ποια ανάπτυξη;» των συγγραφέων Αντώνη Ζαϊρη και Γιώργου Σταμάτη.
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Μίχαλου:
«Σας καλωσορίζω στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών. Έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε απόψε την παρουσίαση ενός εξαιρετικού βιβλίου, που φέρει την υπογραφή του Αντώνη Ζαΐρη και του Γιώργου Σταμάτη. Δύο συγγραφέων που συνδυάζουν το ισχυρό ακαδημαϊκό υπόβαθρο, με την επιτυχημένη πορεία στον ιδιωτικό τομέα: με την άμεση γνώση της αγοράς, των προβλημάτων, των δυνατοτήτων και των αναγκών της ελληνικής επιχείρησης.
Ποια ανάπτυξη; είναι ο τίτλος του βιβλίου. Το ερώτημα αυτό θα έπρεπε να μας έχει απασχολήσει σοβαρά τα προηγούμενα χρόνια.
Δυστυχώς, σπαταλήσαμε πολύτιμο χρόνο κρυμμένοι πίσω από το πλαστό δίλημμα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο». Σπαταλήσαμε ενέργεια και απόθεμα εθνικής ενότητας, λες και το μνημόνιο από μόνο του αποτελούσε την αιτία ή τη λύση των προβλημάτων μας.
Τώρα που οι μύθοι κατέρρευσαν – δυστυχώς με κόστος για την οικονομία – είναι καιρός να ασχοληθούμε επιτέλους με την ουσία.
Αυτό που εμείς, ως επιχειρηματική κοινότητα, είχαμε επισημάνει από νωρίς ήταν ότι το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας ήταν πρωτίστως δομικό. Το δημοσιονομικό αδιέξοδο ήρθε ως αποτέλεσμα μιας σειράς διαρθρωτικών αδυναμιών. Οι οποίες με τη σειρά τους, προέκυψαν από μια βαθιά ριζωμένη, στρεβλή αντίληψη ως προς το τι σημαίνει και πως δημιουργείται η ανάπτυξη.
Η αντίληψη αυτή, που κυριάρχησε στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την ενοχοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η επιδίωξη του κέρδους αντιμετωπίστηκε ως μια εκ φύσεως κακόβουλη δραστηριότητα. Ερμηνεύοντας στρεβλά την έννοια του δημοσίου συμφέροντος, αναδείξαμε το κράτος σε επιχειρηματία, αλλά και σε απόλυτο ρυθμιστή κάθε οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι, εκθρέψαμε το καθεστώς των πελατειακών σχέσεων και ανοίξαμε τους δρόμους στη διαφθορά.
Δημιουργήσαμε ένα σύστημα που αποθαρρύνει τη δημιουργία και την ανάληψη ρίσκου. Ένα σύστημα που διαρκώς έβρισκε τρόπους για να τιμωρεί την επιχειρηματικότητα: μέσω της υψηλής φορολογίας, της γραφειοκρατίας, των κρατικών μονοπωλίων, των περιορισμών στις αγορές, του ανελαστικού καθεστώτος εργασίας.
Καλλιεργήσαμε ως αξίες την ήσσονα προσπάθεια και την αποκατάσταση. Περιορίσαμε τις φιλοδοξίες των νέων ανθρώπων σε μια θέση στο δημόσιο, σε ένα προστατευμένο επάγγελμα ή – στην ανάγκη – σε επιχειρηματικές δραστηριότητες χαμηλών απαιτήσεων και προσδοκιών.
Στα χρόνια του ευρώ, η Ελλάδα επωφελήθηκε από το φθηνό δανεισμό για να χτίσει μια ανάπτυξη προσανατολισμένη σχεδόν αποκλειστικά στην κατανάλωση, ενώ η παραγωγική της βάση έφθινε μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Το κράτος δανειζόταν και μοίραζε αφειδώς χρήματα, τα οποία έκαναν μερικούς κύκλους στην εγχώρια αγορά και μετά έφευγαν στο εξωτερικό.
Το μοντέλο αυτό κατέρρευσε με πάταγο όταν σταμάτησαν τα δανεικά. Δυστυχώς, στα χρόνια που μεσολάβησαν – με ευθύνη πρωτίστως των ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά και των δανειστών – ελάχιστες μεταρρυθμίσεις προχώρησαν για να αντιμετωπιστούν οι πραγματικές αιτίες της κρίσης.
Έτσι, στην Ελλάδα πετύχαμε ένα σπάνιο «κατόρθωμα»: εφαρμόστηκε μια μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η οποία οδήγησε σε βαθιά ύφεση και επηρέασε το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, χωρίς να επιφέρει καμία βελτίωση στα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.
Τώρα οι μεγαλύτεροι εξοργίζονται για την υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου. Οι νεότεροι απελπίζονται γιατί δεν υπάρχουν ευκαιρίες. Το πιο δημιουργικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας εργάζεται πια σχεδόν αποκλειστικά για να χρηματοδοτεί ένα κράτος που παραμένει σπάταλο και αναποτελεσματικό.
Αν υπάρχει ελπίδα ανάκαμψης από αυτό το τέλμα, στηρίζεται στην ανάδειξη ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος. Το οποίο θα έχει ως κινητήριο δύναμη όχι πλέον το κράτος, αλλά τον ιδιωτικό τομέα.
Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να γυρίσουμε πίσω.
Το ζητούμενο δεν είναι να ξαναβγεί το κράτος στις αγορές και να βρει δανεικά, για να αρχίσουμε να καταναλώνουμε, όπως παλιά.
Το ζητούμενο δεν είναι το πώς θα αναδιανείμουμε τη φτώχεια και τη μιζέρια.
Δεν είναι το πώς θα υψώσουμε νέα διαχωριστικά τείχη στην κοινωνία.
Δεν είναι το πώς θα «ψαλιδίσουμε» όσους με τον κόπο τους πετυχαίνουν, αριστεύουν, ξεχωρίζουν.
Το ζητούμενο είναι να δώσουμε σε ακόμη περισσότερους την ελευθερία και τις ευκαιρίες που χρειάζονται για να πάνε μπροστά.
Το ζητούμενο είναι να αρχίσουμε να δημιουργούμε εμείς περισσότερο εθνικό πλούτο. Αρκετό για να αποκατασταθεί σταδιακά το βιοτικό επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας.
Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν καταφέρουμε να παράγουμε περισσότερα, καλύτερα, διεθνώς εμπορεύσιμα και ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες.
Αν απελευθερώσουμε τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, ώστε να μπορέσουν να ανθίσουν και να δημιουργήσουν αξία.
Αν αξιοποιήσουμε καλύτερα τα πλεονεκτήματα του τόπου μας, για να προσελκύσουμε νέες παραγωγικές επενδύσεις, να δημιουργήσουμε νέες θέσεις εργασίας.
Τι χρειάζεται για να γίνει αυτό:
Χρειάζεται πολιτική και οικονομική σταθερότητα, χρειάζεται ένα νέο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, χρειάζεται τολμηρές μεταρρυθμίσεις.
Κυρίως, όμως, χρειάζεται μια μεταστροφή σε επίπεδο κουλτούρας και αξιών.
Το «Ποια ανάπτυξη;» θα έλεγα ότι καταδεικνύει ακριβώς αυτή την ανάγκη. Παρέχοντας τροφή για σκέψη και συζήτηση προς τη σωστή κατεύθυνση.
Δεν έχει νόημα πλέον να συζητάμε απλώς για το ποιοι ήμασταν και που καταλήξαμε. Δεν έχει νόημα ούτε να αυτομαστιγωνόμαστε, ούτε να αναζητάμε φταίχτες εντός και εκτός της χώρας.
Ας καθίσουμε να σκεφτούμε ποιοι θέλουμε να είμαστε από εδώ και πέρα. Τι θέλουμε να κρατήσουμε και τι θέλουμε να αλλάξουμε. Τι θέλουμε και τι μπορούμε να κάνουμε, ως χώρα και ως λαός.
Ο Αντώνης Ζαΐρης και ο Γιώργος Σταμάτης, καταθέτουν στο βιβλίο τους μια ρεαλιστική και ταυτόχρονα δημιουργική άποψη. Εκφράζουν, ουσιαστικά, την ανάγκη για μια νέα, υγιή συλλογική κουλτούρα. Μια κουλτούρα που, με τη σειρά της, θα οδηγήσει στην οικοδόμηση μιας υγιούς οικονομίας και μιας πραγματικά ευημερούσας κοινωνίας.
Θερμά συγχαρητήρια στους συγγραφείς, με την ελπίδα ότι η δουλειά τους θα αποτελέσει κίνητρο για αφύπνιση και δράση».