Η πτωτική πορεία του κλάδου ετοίμου ενδύματος συνεχίζεται, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, και για το 2011 καθώς το α’ τρίμηνο ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής του κλάδου συνέχισε την πτωτική του πορεία, υποχωρώντας κατά -28,7% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2010.
Αυτό αναφέρεται σε έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για τον κλάδο,και υπενθυμίζεται ότι στην Ελλάδα, καθώς ο κλάδος προσπαθούσε να προσαρμοστεί στις ανακατατάξεις και στις ισχυρές διεθνείς ανταγωνιστικές πιέσεις, ενέσκηψε η οικονομική κρίση που σε συνδυασμό με τη στενότητα στις πιστώσεις και τη συρρίκνωση της κατανάλωσης, επιδείνωσε το ήδη επιβαρημένο κλίμα που επικρατούσε στον κλάδο.
Η εγχώρια παραγωγή ειδών ένδυσης κινήθηκε την περίοδο 2000-2010 πτωτικά, με το δείκτη Βιομηχανικής Παραγωγής (ΔΒΠ) του κλάδου να καταγράφει σωρευτική μείωση -68,4%. Την τριετία 2008-2010, η υποχώρηση της παραγωγής ήταν ιδιαίτερα έντονη, φτάνοντας στην κορύφωσή της κατά τη διάρκεια του 2010, όταν ο ΔΒΠ του κλάδου μειώθηκε κατά -28,5%.
Υπογραμμίζεται από το ΙΟΒΕ ότι η επιβίωση των εταιριών του κλάδου θα εξαρτηθεί από την ποιότητα του προϊόντος, τη διαφοροποίησή τους στις διεθνείς αγορές, αλλά και από το χρόνο απόκρισης στις απαιτήσεις των πελατών και την ευελιξία στο μέγεθος των παραγγελιών, ως αποτέλεσμα των γρήγορων εναλλαγών των τάσεων της μόδας και της δημιουργίας περισσότερων σεζόν από τις συνήθεις δύο (χειμώνας – καλοκαίρι).
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, οι έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις στην αγορά ένδυσης, έχουν αναμορφώσει τη δομή της εγχώριας αγοράς, με την έξοδο πολλών μικρών επιχειρήσεων και την επικράτηση των μεγαλύτερων.
Η πορεία της κερδοφορίας, ιδιαίτερα των παραγωγικών επιχειρήσεων, είναι φθίνουσα και σε συνδυασμό με την υποχώρηση της εγχώριας ζήτησης και των εξαγωγών και τη φορολογική αστάθεια, κατέστησε τον κλάδο κατασκευής ειδών ένδυσης λιγότερο αποδοτικό.
Η ύπαρξη πολλών επιχειρήσεων μικρού μεγέθους, συνήθως οικοτεχνιών, έχει ως αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της εγχώριας παραγωγής. Στην κατάσταση αυτή συμβάλουν και οι περιορισμένες ή άκαρπες προσπάθειες για συσπείρωση των εγχώριων παραγωγικών μονάδων καθώς και η χαμηλή καθετοποίηση της παραγωγής.
Παράλληλα, το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων δυσχεραίνει την οικονομική τους αποτελεσματικότητα και δε δίνει την ευκαιρία για τη δημιουργία ευρείας ποικιλίας ειδών ένδυσης, ικανής να ανταγωνιστεί την κλίμακα παραγωγής των μεγάλων, κυρίως διεθνών, κατασκευαστών.
Κατά την τρέχουσα περίοδο της ύφεσης οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, τα οποία τις εμποδίζουν να προβούν σε κατάλληλες επενδύσεις, απειλώντας ακόμα και τη βιωσιμότητά τους.
Η έλλειψη ρευστότητας συνδέεται στενά και με την περιορισμένη δυνατότητα δανειοδότησης από τις τράπεζες. Ακόμη και βιώσιμες επιχειρήσεις ενδέχεται να δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση, ενώ η εκτεταμένη χρήση μεταχρονολογημένων επιταγών επιτείνει το πρόβλημα.
Η ένταση του ανταγωνισμού που υφίστανται οι εγχώριοι παραγωγοί επηρεάζεται και από τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των εγχώριων ειδών ένδυσης. Μια σημαντική εξωγενής συνιστώσα είναι το ισχυρότερο ευρώ έναντι του δολαρίου, αλλά και έναντι αρκετών νομισμάτων που είναι συνδεδεμένα με το δολάριο.
Ωστόσο, η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων παραγωγών οφείλεται κυρίως στην αναδιάταξη που συντελέστηκε στον διεθνή καταμερισμό της παραγωγής προς χώρες με εξαιρετικά χαμηλό κόστος εργασίας.
Επιπλέον, οι εγχώριες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να διεθνοποιηθούν. Ακόμη και οι επιχειρήσεις που ήδη διαθέτουν αναγνωρίσιμο εμπορικό σήμα και είναι εδραιωμένες στην Ελλάδα, δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν τους μεγάλους οίκους του εξωτερικού, καθώς δε διαθέτουν παρόμοια οργάνωση, μέγεθος, εξειδίκευση προσωπικού, σχεδιασμό και καινοτομία.
Η ισχυροποίηση των μεγάλων αλυσίδων λιανικού εμπορίου τους επιτρέπει την επίτευξη οικονομιών κλίμακας. Ως αποτέλεσμα, η δυναμική διείσδυση πολυεθνικών αλυσίδων έχει οδηγήσει σε εκτόπιση των μικρότερων εγχώριων εμπόρων ειδών ένδυσης από την αγορά.
Οι μικρότεροι έμποροι συνήθως αδυνατούν να ανταποκριθούν στις τρέχουσες συνθήκες χρηματοοικονομικής ασφυξίας και να ακολουθήσουν την τάση της γρήγορης μόδας και της γρήγορης ανανέωσης των σχεδίων.
Η τάση αυτή καθιστά απαραίτητη την εφαρμογή νέων προσεγγίσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι οποίες προϋποθέτουν δαπάνες σε σύγχρονες τεχνολογίες επικοινωνίας, τις οποίες διαθέτουν οι μεγάλοι λιανέμποροι, επιτρέποντάς τους να δώσουν έμφαση στο επώνυμο προϊόν και να αυξήσουν με αυτό τον τρόπο την εμπιστοσύνη των καταναλωτών τους.
Σύμφωνα και με προτάσεις από επιχειρηματικούς φορείς του κλάδου, απαιτείται άρση των περιορισμών στη χρηματοδότηση που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις του κλάδου, π.χ. μέσω της βελτίωσης των όρων εγγυήσεων δανεισμού (π.χ. στις επιδοτήσεις επιτοκίου μέσω του ΕΤΕΑΝ), ενίσχυσης των υποστηρικτικών κλαδικών δομών και στήριξης μέσω προγραμμάτων παροχής οικονομικών ενισχύσεων (όπως το Πρόγραμμα «Ένδυση και Υπόδηση – Νέες Προοπτικές» του ΕΣΠΑ) με κατανομή της χρηματοδότησης ανάλογα με τις οικονομικές ανάγκες της κάθε επιχείρησης.
Πάντως όπως αναφέρεται από το ΙΟΒΕ, ο κλάδος, έχοντας απολέσει το πλεονέκτημα του χαμηλού κόστους εργασίας, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την παραγωγική βάση και την τεχνογνωσία που διαθέτει σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές εξελίξεις (όπως νανοτεχνολογία, βιοτεχνολογία και πληροφορική) προκειμένου να αναπτύξει προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας (έξυπνα, πολυλειτουργικά και υψηλών επιδόσεων ενδύματα).
Επιπλέον, η αναδιάρθρωση της εφοδιαστικής αλυσίδας θα ευνοήσει την επίτευξη χαμηλότερου χρόνου απόκρισης στις παραγγελίες και θα οδηγήσει σε βελτιστοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην έρευνα, από τη βασική έως την εφαρμοσμένη, και στη δημιουργία ερευνητικών σχημάτων όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά και σε διεθνές για την επίτευξη μεταφοράς τεχνογνωσίας εγχωρίως.
Συγχρόνως, θετικά για τον κλάδο μπορεί να συμβάλλουν η αύξηση του ελέγχου των προδιαγραφών ποιότητας κυρίως των εισαγόμενων προϊόντων από τρίτες χώρες, ο αποτελεσματικός περιορισμός του παρεμπορίου μέσω αυστηρών ελέγχων από την Ελληνική Πολιτεία και η άμβλυνση των προβλημάτων της γραφειοκρατίας, η οποία δημιουργεί επιπλέον διοικητικά βάρη στις επιχειρήσεις και επιδεινώνει την ήδη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Σκόπιμη κρίνεται και η δημιουργία «κέντρων δημιουργικότητας», τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν πόλους έλξης για τους ενδιαφερόμενους για τον κλάδο, με τη δημιουργία οριζόντιων και κάθετων δομών ώστε να αναδειχθούν καινοτόμες και διεθνώς ανταγωνιστικές προτάσεις. Ταυτόχρονα, οι εκπαιδευτικές δομές και πολιτικές κατάρτισης θα πρέπει να συνάδουν με τις εξελίξεις στον κλάδο, προκειμένου να προσελκύεται το κατάλληλα εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό.
Το ΙΟΒΕ σημειώνει τέλος ότι «η τεχνολογική αναβάθμιση με τη σύνδεση όλων των τμημάτων της εφοδιαστικής αλυσίδας, η δημιουργία ισχυρότερων επιχειρηματικών σχημάτων μέσω συγχωνεύσεων, η έμφαση στην έρευνα και ανάπτυξη και η υλοποίηση οργανωτικών αλλαγών που υποστηρίζουν τη μείωση του κόστους και την εξωστρέφεια, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την ενδυνάμωση του κλάδου έτοιμου ενδύματος».